Πέμπτη 12 Μαΐου 2016

Ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος Ἐπίσκοπος Κωνσταντίας καὶ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου



Ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Βησανδούκη τὸ 310 μ.Χ., κοντὰ στὴν Ἐλευθερούπολη τῆς Παλαιστίνης ἀπὸ πάμφτωχη οἰκογένεια Ἰουδαίων ἀγροτῶν. Οἱ γονεῖς του εἶχαν ἀκόμη ἕνα παιδί, τὴν Καλλίτροπο. Σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν ὁ Ἅγιος ἔχασε τὸν πατέρα του καὶ ἔμεινε ὀρφανός.

Χάρη στὴ διδασκαλία δύο περίφημων γιὰ τὴν γραμματική τους κατάρτιση καὶ τὸ ἀσκητικὸ ἦθος μοναχῶν, τοῦ Λουκιανοῦ καὶ τοῦ Ἰλαρίωνος, προσελκύεται στὸν Χριστιανισμὸ καὶ βαπτίζεται ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ἐλευθερουπόλεως Λουκιανό. Στὴν συνέχεια πηγαίνει στὴν ἔρημο τῆς Παλαιστίνης καὶ ζεῖ κοντὰ στοὺς ἐπιφανέστερους ἀσκητές, ἀσκούμενος στὴν ἐγκράτεια, τὴν ἄσκηση καὶ τὴν μελέτη τῶν Θείων Γραφῶν, γενόμενος ὑπόδειγμα γιὰ τοὺς συνασκητές του. Ἡ φήμη του καὶ οἱ ἀρετές του δὲν ἄργησαν νὰ διαδοθοῦν καὶ γρήγορα ἀναδείχθηκε, τὸ 367 μ.Χ., Ἐπίσκοπος Κωνσταντίας τῆς Κύπρου, στὴν ὁποία κατέφυγε μὲ θαυματουργικὸ τρόπο, ὅταν τὸ πλοῖο ποὺ ἐπέπλεε πρὸς τὴν Παλαιστίνη, λόγω τρικυμίας, ἔφθασε στὴν Κύπρο.

Ἀπὸ τὴν θέση τοῦ Ἐπισκόπου ὁ Ἅγιος ἄρχισε τὸν εὐαγγελισμὸ τοῦ ποιμνίου του καὶ ἀγωνίσθηκε μὲ θερμότατο ζῆλο γιὰ τὴ διατήρηση καὶ ἐνίσχυση τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων, καταπολεμώντας ὅλες τὶς αἱρετικὲς δοξασίες καὶ πλάνες τῆς ἐποχῆς του καὶ ἰδιαίτερα ἐκεῖνες τοῦ Ὠριγένους. Κάνοντας συνεχὴ χρήση τῶν λόγων τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ γράφοντας πλῆθος ἀντιαιρετικῶν συγγραμμάτων, ἀγωνίσθηκε γιὰ νὰ κρατήσει τοὺς πιστοὺς στὴν ἀνόθευτη χριστιανικὴ πίστη. 

Ὁ εὐαγγελισμὸς τῆς νήσου ὁλοκληρώνεται στὰ χρόνια τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντίας Ἐπιφανίου στὸ τελευταῖο ἥμισυ τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ. Ὁ μεγάλος αὐτὸς ἱεράρχης, μὲ τὴν δύναμη τοῦ χαρακτῆρος του, τὴν παιδεία καὶ τὴν δογματικὴ κατάρτισή του, ἀγωνίσθηκε σκληρὰ κατὰ τῶν αἱρετικῶν, ἀλλὰ καὶ κατὰ τῶν ἀλλοθρήσκων. 

Τόσο καθολικὴ ἦταν ἡ ἀναγνώριση καὶ ἡ βαθιὰ ἐκτίμηση πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου, ὥστε ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος ὁ Α’ ζήτησε ἀπὸ τὸν λαὸ τῆς Κύπρου ἀπόλυτη ὑπακοὴ στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντίας.

Μετὰ ἀπὸ τριάντα ἕξι ἔτη γόνιμης καὶ ἐποικοδομητικῆς ἀρχιερατικῆς διακονίας καὶ προσφορᾶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 403 μ.Χ. Τὸ τίμιο λείψανό του μετακόμισε στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ αὐτοκράτορας Λέων ΣΤ’ ὁ Σοφός. Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὸν ἁγιότατο οἶκο του, ποὺ ἦταν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Φιλήμονος. 
Ὁ Ἐπιφάνιος Κωνσταντίας ἔκτισε τὴν μεγάλη βασιλικὴ (δὲν τὴν ὁλοκλήρωσε μέχρι τὸν θάνατό του), τῆς ὁποίας τὰ ἐρείπια διασώζονται μέχρι τὶς ἡμέρες μας. Ὁ μεγάλος αὐτὸς Ἀρχιεπίσκοπος, πολὺ σημαντικὸς διδάσκαλος καὶ πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὑπῆρξε καὶ ἀξιόλογος συγγραφέας. Τὰ ἔργα του «Πανάριον», «Ἀγκυρωτός», «Περὶ μέτρων καὶ σταθμῶν», «Περὶ τῶν δώδεκα λίθων τῶν ὄντων ἐν τοῖς στολισμοῖς τοῦ Ἀαρών», ἀποτελοῦν πολύτιμα πετράδια στὸ μέγα ψηφιδωτὸ τῆς Πατερικῆς Γραμματείας.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, ἔγνως τὴν χάριν, 
καὶ θεόφθογγον, ἔσχηκας γλῶσσαν, 
Ἱεράρχα σοφέ Ἐπιφάνιε· 
ὅθεν δογμάτων ὀρθαῖς ἀναπτύξεσιν, 
αἱρετικῶν θριαμβεύεις τὴν ἄνοιαν. 
Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, 
δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς Ἱεράρχης τοῦ Σωτῆρος ἐνθεώτατος
Τῆς ἐν τῇ Κύπρῳ Ἐκκλησίας ποιμὴν ἄριστος
Καὶ τοῦ Πνεύματος δοχεῖον λαμπρὸν ἐδείχθης.
Ἀλλ’ ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον
Καθικέτευε λυτροῦσθαι πάσης θλίψεως
Τοὺς βοῶντάς σοι· χαίροις Πάτερ Ἐπιφάνιε.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐπιφάνιε ἱερέ, 
Κύπρου ποιμενάρχα, Ἐκκλησίας πάσης φωστήρ· 
χαίροις Ὀρθοδόξων, δογμάτων μυστογράφε, 
καὶ τῶν σοὶ ὁμωνύμων, πρέσβυς πρὸς Κύριον.

Πηγή: synaxarion.gr

Προσευχὴ Ἁγιογράφου - Διονυσίου Ἱερομονάχου



Προσευχὴ Ἁγιογράφου

Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ ἀπερίγραπτος ὑπάρχων τῇ φύσει τῆς Θεότητος καὶ διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου ἐπ᾿ ἐσχάτων ἐκ τῆς Παρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας ἀφράστως σαρκωθεὶς καὶ ἀξιώσας περιγράφεσθαι· 

ὁ τὸν ἅγιον χαρακτῆρα τῆς ἀχράντου ὄψεως ἐν τῷ ἁγίῳ μανδηλίῳ τυπώσας καὶ δι᾿ αὐτοῦ τὴν νόσον τοῦ τοπάρχου Αὐγάρου ἰασάμενος καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ φωτίσας εἰς τὴν ἐπίγνωσιν σου τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡμῶν· 

ὁ διὰ τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος συνετίσας τὸν θεῖον Ἀπόστολόν σου καὶ Εὐαγγελιστὴν Λουκᾶν τὴν μορφὴν τῆς παναμώμου σου Μητρὸς διαγράψαι, φερούσης σε ὡς βρέφος ἐν ταῖς ἀγκάλαις αὐτῆς, καὶ τὸ 

«Ἡ χάρις τοῦ ἐξ ἐμοῦ τεχθέντος δι᾿ ἐμοῦ μετ᾿ αὐτῶν» εἰπούσης, αὐτὸς Δέσποτα Θεὲ τῶν ὅλων, φώτισον, συνέτισον τὴν ψυχὴν τὴν καρδίαν καὶ τὴν διάνοιαν τοῦ δούλου σου (δεῖνος) καὶ τὰς χεῖρας αὐτοῦ εὔθυνον πρὸς τὸ ἀμέμπτως καὶ ἀρίστως διαγράφειν τὸ εἶδος τῆς ἐμφερείας σου καὶ τῆς παναχράντου σου Μητρὸς καὶ πάντων σου τῶν Ἁγίων, 

εἰς δόξαν σὴν καὶ εἰς φαιδρότητα καὶ ὡραϊσμὸν τῆς ἁγίας σου Ἐκκλησίας καὶ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν τῶν σχετικῶς αὐτὰς προσκυνούντων καὶ μετ᾿ εὐλαβείας ἀσπαζομένων καὶ τὴν τιμὴν ἐπὶ τὸ πρωτότυπον ἀναφερόντων. 

Λύτρωσαι δὲ αὐτὸν ἐκ πάσης διαβολικῆς ἐπηρείας προκόπτοντα ἐν πάσαις ταῖς ἐντολαῖς σου πρεσβείαις τῆς παναχράντου Μητρός σου, τοῦ ἁγίου ἐνδόξου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ καὶ πάντων τῶν ἁγίων. Ἀμήν.

  Διονυσίου Ἱερομονάχου 
τοῦ ἐκ Φουρνᾶ Εὐρυτανίας
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Ἑρμηνεία τῆς ζωγραφικῆς τέχνης -
Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/prayers/hagiographer_prayer.htm

Τετάρτη 11 Μαΐου 2016

Οἱ Ἅγιοι Ἰσαπόστολοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος, οἱ φωτιστὲς τῶν Σλάβων



Οἱ Ἅγιοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος, κατὰ κόσμον Κωνσταντίνος καὶ Μιχαήλ, ἦταν τέκνα τοῦ δρουγγάριου – στρατιωτικοῦ διοικητοῦ Λέοντος καὶ γεννήθηκαν στὴν Θεσσαλονίκη. Εἶχαν δὲ ἄλλα πέντε ἀδέλφια. 

Πρὸς τιμὴν τῶν Ἁγίων Ἰσαποστόλων Κυρίλλου & Μεθοδίου


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
 Ἀποστόλων τὸν ζῆλον ἐπιδειξάμενοι,
 ἐπὶ τὰς χώρας τῶν Σλάβων Εὐαγγελίου τὸ φῶς,
 διηυγάσατε λαμπρῶς θείῳ κηρύγματι, 
Θεσσαλονίκης οἱ βλαστοί, καὶ ἀστέρες φαεινοί,
 Μεθόδιε σὺν Κυρίλλῳ, 
αὐτάδελφοι θεηγόροι,
 Ἐκκλησιῶν ἡ σεμνοπρέπεια.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
 Ἐξ εὐκλεοῦς ἀναβλαστήσαντες ῥίζης, 
καὶ ἐν ἁπάσῃ παιδευθέντες σοφίᾳ, 
Θεσσαλονίκης φοίνικες οἱ πάγκαρποι, 
ὁ θεόφρων Κύριλλος, καὶ Μεθόδιος ἅμα, 
ὤφθησαν ὁμότροποι, τῶν σοφῶν Ἀποστόλων, 
καὶ τὰς τῶν Σλάβων χώρας ἀληθῶς, 
θεογνωσίας φωτὶ κατεφώτισαν.

Μεγαλυνάριον.
 Χαίροις αὐταδέλφων ἡ ξυνωρίς, 
Κύριλλε τρισμάκαρ, καὶ Μεθόδιε ἱερέ, 
τῆς Θεσσαλονίκης, βλαστοὶ οἱ θεοφόροι, 
καὶ φωτισταὶ τῶν Σλάβων οἱ ἐνθεώτατοι.

Πηγή: synaxarion.gr

Τὰ τρία πάθη τῆς πλάνης - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης


Στὴν πλάνη λοιπὸν ὑπάρχουν τὰ τρία αὐτὰ πάθη: ἀπιστία, πονηρία καὶ ραθυμία. Αὐτὰ γεννοῦν καὶ ὑποστηρίζουν τὸ ἕνα τὸ ἄλλο. 

Ἡ ἀπιστία δηλαδὴ εἶναι δάσκαλος τῆς πονηρίας, ἡ πονηρία εἶναι σύντροφος τῆς ραθυμίας, τῆς ὁποίας σύμβολο εἶναι ἡ ὀκνηρία.  Ἢ ἀντιστρόφως ἡ ραθυμία γεννὰ τὴν πονηρία, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος: «Πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ».(Ματθ. 25,26).

Ἡ πονηρία εἶναι μητέρα τῆς ἀπιστίας. Γιατὶ κάθε πονηρὸς εἶναι ἄπιστος, κι ὅποιος δὲν πιστεύει δὲν ἔχει φόβο Θεοῦ. Ἀπὸ τὴν ἀπιστία τώρα γεννιέται ἡ ραθυμία, ἡ μητέρα τῆς καταφρονήσεως, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀμελεῖται κάθε καλὸ καὶ διαπράττεται κάθε κακό. 

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης 

Πηγή: Φιλοκαλία, Τόμος Δ΄, Νεοελληνικὴ ἀπόδοση: Ἀντώνιος Γ. Γαλίτης,  «Τὸ περιβόλι τῆς Παναγίας», σελ. 210.

Τρίτη 10 Μαΐου 2016

Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Σίμων ὁ Καναναῖος


Ὁ Ἀπόστολος Σίμων, ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα Μαθητὲς τοῦ Κυρίου, ἀδελφὸς τοῦ Ἰούδα τοῦ Λεββαίου, εἶχε τὴν ἐπωνυμία Καναναῖος ἢ Κανανίτης. Ἡ ἐπωνυμία αὐτὴ δὲν φανερώνει τὴν καταγωγὴ τοῦ Ἀποστόλου Σίμωνος ἀπὸ τὴ Χαναὰν ἢ τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας. Ἡ λέξη «Καναναῖος» εἶναι Χαλδαϊκὴ καὶ σημαίνει «Ζηλωτής». Πράγματι ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς τὸν προσονομάζει ὡς «Ζηλωτή».

Οἱ ζηλωτὲς ἀποτελοῦσαν μία ξεχωριστὴ κοινωνικὴ τάξη στὴν Ἰουδαϊκὴ κοινωνία κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Χριστοῦ. Ἀποτελοῦνταν ἀπὸ λαϊκοὺς ἀγωνιστές, οἱ ὁποῖοι μάχονταν ἐναντίον τῶν Ρωμαίων κατακτητῶν, συνεχίζοντας τὴν παράδοση τῶν Μακκαβαίων ἐπαναστατῶν. Ὅμως συχνά, πολλοὶ ἀπὸ αὐτούς, ἐκμεταλλεύονταν τὸν ἀπελευθερωτικὸ ἀγῶνα καὶ καταντοῦσαν τύραννοι τοῦ ἰδίου τοῦ λαοῦ τους. Προέβαιναν σὲ παράνομες πράξεις βίας καὶ ληστειῶν γιὰ ἴδιο ὄφελος καὶ γι’ αὐτὸ τὸν 1ο αἰώνα μ.Χ. εἶχε ἀναπτυχθεῖ λαϊκὴ δυσαρέσκεια κατὰ τοῦ κινήματος τῶν ζηλωτῶν. Οἱ συσταυρούμενοι μὲ τὸν Κύριο ληστὲς ἦταν ζηλωτές.

Δὲν γνωρίζουμε ἂν ὁ Σίμων ἀνῆκε στὴν μερίδα τῶν ζηλωτῶν ἢ προερχόταν ἀπὸ αὐτή. Τὸ πιὸ πιθανὸ εἶναι νὰ προερχόταν ἀπὸ τοὺς ζηλωτές. Σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ ἀνῆκε ταυτόχρονα καὶ στοὺς ζηλωτές, διότι τὸ ζηλωτικὸ κίνημα ἦταν ἀντίθετο μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου. Ὑπάρχει βέβαια καὶ μία ἄλλη ὑπόθεση γιὰ τὸν Ἀπόστολο Σίμωνα. Εἶναι πιθανὸ νὰ μὴν εἶχε καμία σχέση μὲ τοὺς ζηλωτὲς καὶ τὸ προσωνύμιο «Ζηλωτής» νὰ σήμαινε τὸν ἔνθεο ζῆλο του.
Κάποιοι ταυτίζουν τὸν Ἀπόστολο Σίμωνα μὲ τὸ νυμφίο τοῦ γάμου τῆς Κανᾶ, ὅπου ὁ Κύριος ἔκανε τὸ πρῶτο θαῦμα Του, μεταβάλλοντας τὸ νερὸ σὲ κρασί. Ὅμως  ἰσχυρισμὸς αὐτὸς δὲν ἔχει κανένα ἱστορικὸ ἔρεισμα καὶ πρόκειται γιὰ αὐθαίρετη ὑπόθεση.Κατὰ τὴν παράδοση, ὁ Ἀπόστολος Σίμων μετὰ τὴν Πεντηκοστή, μετέβη καὶ κήρυξε τὸν θεῖο Λόγο στὴν Αἴγυπτο, Ἀφρικὴ καὶ Λιβύη. Ἀργότερα, μετέβη μὲ τὸν Ἰούδα τὸν Θαδδαῖο στὴ Μεσοποταμία καὶ Περσία, συνελήφθη καὶ ὑπέστη τὸν διὰ σταυροῦ μαρτυρικὸ θάνατο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
 Ζῆλος ἔνθεος, καταλαβών σε, 
τοῦ γνωσθέντος σοι, σαρκὸς ἐν εἴδει, 
ζηλωτὴν ἐν Ἀποστόλοις ἀνέδειξε· 
καὶ τοῦ Δεσπότου ζηλώσας τὸν θάνατον, 
διὰ Σταυροῦ πρὸς αὐτὸν ἐξεδήμησας· 
Σίμων ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, 
δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.



Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
 Τὸν ἀσφαλῶς, τὰ τῆς σοφίας δόγματα, 
ἐν ταῖς ψυχαῖς, τῶν εὐσεβούντων θέμενον, 
ἐν αἰνέσει μακαρίσωμεν, τὸν θεηγόρον πάντες Σίμωνα· 
τῷ θρόνῳ γὰρ τῆς δόξης νῦν παρίσταται, 
καὶ σὺν Ἀσωμάτοις ἐπαγάλλεται, 
πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.



Μεγαλυνάριον.
 Ζηλῶν διαπύρως ὦ Ζηλωτά, 
τῷ σὲ θεηγόρον, ἀναδείξαντι Μαθητήν, 
ζηλωτὴς ἐν πᾶσι, καὶ μιμητὴς ὡράθης,
 ὦ Σίμων Χριστοκῆρυξ, τοῦ σὲ δοξάσαντος.

Πηγή: synaxarion.gr

Ἡ Καλωσύνη


Ἡ Καλωσύνη 

Τί καλωσύνη ποῦδειξες Χριστέ μου
σάν ἦρθες ἀπ᾿ τούς οὐρανούς
καί τί ἀγάπη στά πλάσματά Σου
πού ἦταν χαμένα στούς γκρεμούς. 

Σύ μᾶς φωτίζεις στά πυκνά σκοτάδια
μᾶς δίνεις θάρρος καί χαρά 
μᾶς προστατεύεις καί μᾶς λυτρώνεις 
ἀπό τήν κάθε συμφορά.

Πῶς νά δοξάσω τ᾿ Ἅγιο Ὄνομά Σου 
δέν βρίσκω λόγια, δέν μπορῶ
τά δάκρυά μου ἄς Σοῦ μιλήσουν 
τώρα πού βλέπω τό Σταυρό. 

Τά δάκρυά μου ἄς μιλήσουν 
μ᾿ ἕνα θερμό εὐχαριστῶ.

Πηγή: Συλλογή Ὕμνων & τραγουδιῶν, «Φῶς», σελ. 135-136.
 
 

Δευτέρα 9 Μαΐου 2016

Διάλογοι


* Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβός:
«Δὲν γίνεται νὰ χτίσει κανεὶς τὸ σπίτι, ἀρχίζοντας ἀπὸ πάνω καὶ προχωρώντας πρὸς τὰ κάτω. Ἀπὸ τὰ θεμέλια θὰ ἀρχίσει καὶ θὰ προχωρήσει πρὸς τὰ πάνω».
Τὸν ρωτοῦν:
«Τί σημαίνουν αὐτὰ τὰ λόγια;»
«Τὸ θεμέλιο, ἀπαντᾷ, εἶναι ὁ πλησίον, προκειμένου νὰ τὸν σώσεις, καὶ πρῶτος ἐσὺ ὠφελεῖσαι, γιατὶ ἀπ᾿ αὐτὸν κρέμονται ὅλες οἱ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ».

* Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης εἶπε:
«Ὁ πατέρας μας, ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος, εἶπε: Ποτὲ δὲν ἔβαλα τὸ δικό μου συμφέρον πιὸ πάνω ἀπὸ τὴν ὠφέλεια τοῦ ἀδελφοῦ μου».

* Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ὑπερέχιος:
«Προσπάθησε νὰ γλιτώσεις -ὅσο μπορεῖς- τὸν πλησίον ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες χωρὶς νὰ τὸν προσβάλεις, διότι καὶ ὁ Θεὸς δὲν ἀποστρέφεται ὅσους μετανοοῦν. 

Ἐπίσης, λόγος κακίας ἢ πονηρίας ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ σου ἂς μὴν παραμένει στὴν καρδιά σου, γιὰ νὰ μπορεῖς νὰ λές:
Συγχώρεσέ μας τὰ παραπτώματά μας, ὅπως καὶ ἐμεῖς συγχωροῦμε ἐκείνους ποὺ μᾶς ἔφταιξαν».

Πηγή:  http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/gerontikon/to_mega_gerontikon.htm#04.17.01

Ἅγιος Προφήτης Ἠσαΐας


Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας, υἱὸς τοῦ Ἀμώς, γεννήθηκε στὰ Ἱεροσόλυμα περὶ τὸ 774 π.Χ. Ὑπῆρξε ὁ πρῶτος μεταξὺ τῶν τεσσάρων μεγάλων Προφητῶν, ὁ λαμπρότερος καὶ μεγαλοφωνότερος ἀπὸ αὐτούς. Τὸ ὄνομα Ἡσαΐας, ἑβραϊστὶ Γιασιαγιάχου, σημαίνει «ὁ Θεὸς σώζει».


Κατὰ ἀρχαία ραββινικὴ παράδοση, ὁ πατέρας του ἦταν ἀδελφὸς τοῦ βασιλέως τῶν Ἰουδαίων Ἀμασίου, ἡ δὲ θυγατέρα του λέγεται ὅτι εἶχε νυμφευθεῖ τὸν βασιλέα Μανασσῆ. Οἱ παραδόσεις αὐτές, θρῦλοι μᾶλλον καὶ ὄχι ἱστορικὲς ἀλήθειες, ὑποδηλώνουν πάντως τὴν εὐγενὴ καταγωγὴ τοῦ Ἡσαΐου. Ὁ Ἡσαΐας ἦταν ἔγγαμος καὶ εἶχε ἀποκτήσει δύο παιδιά, τὰ ὁποία ἀναφέρονται στὶς Προφητεῖες του. Σὲ αὐτά, κατ’ ἐντολὴν προφανῶς τοῦ Θεοῦ, εἶχαν δοθεῖ συμβολικὰ ὀνόματα. Τοῦ μὲν πρώτου τὸ ὄνομα ἦταν Ἰασοὺβ καὶ σημαίνει κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα «τὸ ὑπόλοιπο θὰ ἐπιστρέψει», δηλαδὴ οἱ ἐναπομείναντες στὴν αἰχμαλωσία Ἰουδαῖοι θὰ ἐπανέλθουν στὴν πατρίδα τους. Τοῦ δὲ ἄλλου τὸ ὄνομα ἦταν Μαχὲρ Σχαλὰζ Χὰς Βὰζ καὶ σημαίνει «ταχέως σκύλευσον, ὀξέως προνόμευσον», σὲ δήλωση τῆς ἐπικείμενης κατὰ τῶν Ἱεροσολύμων ἐπιδρομῆς τῶν Ἀσσυρίων καὶ Βαβυλωνίων.


Ὁ Ἡσαΐας κλήθηκε στὴν προφητικὴ διακονία του κατὰ τὸ 738 μ.Χ., τελευταῖο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ὀζίου καὶ πρῶτο ἔτος τῆς βασιλείας Ἰωάθαμ. Ὁ ἴδιος ἱστορεῖ σὲ μία συναρπαστικὴ περιγραφὴ τὴν κλήση του. Εὑρισκόμενος στὸ ἱερὸ εἶδε τὸν Κύριο καθήμενο ἐπάνω σὲ θρόνο ὑψηλό, ἐνῷ ὁ ναὸς ἦταν πλημμυρισμένος ἀπὸ ὑπέρλαμπρο φῶς τῆς θείας δόξας. Τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ, ἵσταντο γύρω ἀπὸ τὸ θεῖο θρόνο προσφωνώντας καὶ ἀντιφωνώντας τὸ ἕνα τὸ ἄλλο, δοξολογώντας τὸν Θεὸ καὶ λέγοντας «ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης Αὐτοῦ». Μπροστὰ στὸ μεγαλειῶδες αὐτὸ θέαμα ὁ Ἡσαΐας καταλύφθηκε ἀπὸ βαθιὰ συγκίνηση καὶ δέος, ἀναλογίστηκε τὴν ἀναγιότητά του ὡς ἀνθρώπου καὶ ἀναφώνησε ὅτι, ὡς ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἀκάθαρτα χείλη, ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τὸν Βασιλέα, Κύριο Σαβαώθ. Μετὰ τὴν ταπεινὴ αὐτὴ ὁμολογία του, ἕνα ἀπὸ τὰ Σεραφὶμ ἔλαβε διὰ τῆς λαβίδος στὸ χέρι του ἀναμμένο κάρβουνο ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο, στὸ ὁποῖο καιγόταν εὐῶδες θυμίαμα, ἄγγιξε τὰ χείλη τοῦ Ἡσαΐα καὶ τοῦ εἶπε: «ἰδού, αὐτὸ ἄγγιξε τὰ χείλη σου καὶ θὰ ἀφαιρέσει τὶς ἀνομίες σου καὶ θὰ καθαρίσει τελείως καὶ θὰ ἀπαλείψει ἀπὸ σένα τὶς ἁμαρτίες σου».


Τὸ ἔργο τοῦ Προφήτου Ἡσαΐα ἐπεκτάθηκε ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ἰωάθαμ, Ἄχαζ, Ἐζεκίου, ἴσως δὲ καὶ ἐπὶ Μανασσῆ, ἀπὸ τὸν ὁποῖο, ὅπως λέγεται καταδικάσθηκε σὲ θάνατο καὶ ἐκτελέσθηκε μὲ ξύλινο πριόνι, ἐπειδὴ τὸν ἔλεγξε δημοσίως γιὰ τὴν ἀσέβειά του.


Ἡ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ἔζησε ὁ Ἡσαΐας ἦταν πολὺ δύσκολη γιὰ τὸ Ἰσραηλιτικὸ βασίλειο. Οἱ Ἑβραῖοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης εἶχαν ἐκτραπεῖ σὲ μία ὑλόφρονα ζωή, γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῆς ὁποίας δὲν δίσταζαν μπροστὰ σὲ καμία ἀδικία καὶ παρανομία. Οἱ ἱερεῖς ἦταν μέθυσοι, οἱ ψευδοπροφῆτες ὀργίαζαν, οἱ ἄρχοντες ἦταν κλέφτες. Οἱ ψευδοευλαβεῖς ἐκεῖνοι, ποὺ νήστευαν καὶ προσέφεραν θυσίες ὑποκριτικὰ καὶ ἦταν ἄδικοι καὶ ἀνελεήμονες, εἶχαν πληθυνθεῖ καὶ συνεργοῦσαν στὴ διαφθορά.


Μία τέτοια κατάπτωση ἦταν ἑπόμενο νὰ ὁδηγήσει σὲ ὀλιγοπιστία, σὲ ἀπιστία πρὸς τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ σὲ ἐκτροπὴ πρὸς τὴν εἰδωλολατρία. Ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτωλότητας καὶ ἀσέβειας ποὺ κυριαρχοῦσε, μὲ σκοπὸ τὴν παιδαγωγία, τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ λαοῦ καὶ τὴν ὑπακοὴ στὸν θεῖο νόμο, ὁ Θεὸς ἐπέτρεπε συμφορὲς καὶ θλίψεις, ἰδιαίτερα δὲ τὶς καταστρεπτικὲς ἐπιδρομὲς ξένων, γειτονικῶν καὶ μακρινῶν λαῶν.


Ἔτσι τὸ ἔργο τοῦ Προφήτου Ἡσαΐα, καθ’ ὅλο τὸ διάστημα τῆς δράσεώς του, ἦταν νὰ ἐλέγχει τὴν ἁμαρτωλότητα καὶ ἀσέβεια, νὰ καταδικάζει αὐστηρότατα τὴν ἀποστασία καὶ εἰδωλολατρία, νὰ προλέγει θλίψεις κατὰ τοῦ ἀποστάτη λαοῦ καὶ νὰ καλεῖ σὲ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ πρὸς τὸν Θεό. Σὲ περίοδο δὲ προφανῶν κινδύνων, ἐπιδρομῆς ἐχθρῶν καὶ δουλείας τοῦ λαοῦ, ἐνθάρρυνε τοὺς ἀποκαρδιωμένους, ἀναθέρμαινε τὴν πίστη καὶ ὑπακοὴ πρὸς τὸν Θεό, καλλιεργοῦσε τὴν ἐλπίδα τῆς ἀπολυτρώσεως. Ἀλλὰ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο χαρακτηρίζει ἐντονότερα τὸν Ἡσαΐα εἶναι κυρίως οἱ πολυάριθμες καὶ καθαρότατες Χριστολογικὲς Προφητεῖες του. Φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα προανήγγειλε τὴν ἐκ Παρθένου γέννηση τοῦ Λυτρωτοῦ, ὅπως καὶ τὸ Ὄνομα Αὐτοῦ «Ἐμμανουήλ», τὸ ὁποῖο σημαίνει «ὁ Θεὸς μαζί μας». Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε ἀπὸ τοὺς Πατέρες, «Εὐαγγελικὸς Προφήτης», οἱ δὲ Προφητεῖες του «Καθ’ Ἡσαΐαν Εὐαγγέλιον». 
Τὸ ἱερὸ λείψανό του μεταφέρθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐπὶ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Β’ (408 – 450 μ.Χ.) καὶ κατατέθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Λαυρεντίου ποὺ ἦταν πλησίον τῶν Βλαχερνῶν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
 Ὡς σάλπιγξ πανεύσημος, μεγαλοφώνῳ φθογγῇ, 
τῷ κόσμῳ προήγγειλας, τὴν παρουσίαν Χριστοῦ, 
Προφῆτα θεσπέσιε· 
σὺ γὰρ τοῦ Παρακλήτου, ἐλλαμφθεὶς τῇ δυνάμει, 
κάλαμος ὀξυγράφος, τῶν μελλόντων ἐδείχθης· 
διὸ σὲ Ἡσαΐα, ὕμνοις γεραίρομεν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις. 
Τῆς προφητείας τὸ χάρισμα δεδεγμένος, 
προφητομάρτυς Ἡσαΐα θεοκῆρυξ, 
πᾶσιν ἐτράνωσας τοῖς ὑφ' ἥλιον, 
τὴν τοῦ Θεοῦ φωνήσας μεγαλοφώνως σάρκωσιν· 
Ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρι λήψεται.

Μεγαλυνάριον. 
Ἄνθρακι τὰ χείλη σου καθαρθείς, 
τῆς ὑπερκοσμίου, θεωρίας θεουργικῶς, 
ὤφθης Ἡσαΐα, Προφήτης θεηγόρος, 
καὶ τοῦ Χριστοῦ προλέγεις, σαφῶς τὴν σάρκωσιν.

Πηγή: synaxarion.gr