Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα β1. Λειτουργοὶ τοῦ Ὑψίστου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα β1. Λειτουργοὶ τοῦ Ὑψίστου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀντίπας Ἐπίσκοπος Περγάμου



Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ἀντίπας ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διομιτιανοῦ (81 – 96 μ.Χ.). Ἦταν σύγχρονος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι καὶ τὸν χειροτόνησαν Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Περγάμου, ὅταν ὁ Θεολόγος καὶ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἦταν ἐξόριστος στὴν Πάτμο. 

Στὴν Ἀποκάλυψη ὁ Ἅγιος Ἀντίπας ἀποκαλεῖται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Ἰωάννη πιστὸς ἱερέας καὶ μάρτυρας.


Ὡς ἀρχιερέας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Περγάμου, ποίμανε τὸ λογικό του ποίμνιο μὲ κάθε εὐσέβεια καὶ ἀρετή. Ὄντας Ἐπίσκοπος Περγάμου καί ἐνῷ ἦταν πολὺ γέρος, συνελήφθη ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες, ὅταν οἱ δαίμονες παρουσιάσθηκαν σὲ αὐτοὺς καὶ τοὺς εἶπαν ὅτι δὲν μποροῦν νὰ κατοικοῦν στὸν τόπο ἐκεῖνο ἐξαιτίας τοῦ Ἀντίπα. 

Γι’ αὐτὸ ὁδηγήθηκε στὸν ἡγεμόνα καὶ ἐξαναγκάστηκε μὲ βία νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ἐκεῖνος (ὁ ἡγεμόνας) κατέβαλε κάθε προσπάθεια νὰ πείσει τὸν Ἅγιο νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, λέγοντάς του ὅτι τὰ παλαιότερα εἶναι πολυτιμότερα, ἐνῷ ἐκεῖνα ποὺ ἐμφανίζονται πρόσφατα δὲν ἔχουν καμία ἀξία. 

Τοῦ εἶπε δηλαδὴ ὅτι ἡ θρησκεία τῶν ἐθνικῶν, ἡ εἰδωλολατρία, εἶναι παλαιά, αὐξήθηκε διὰ μέσου τῶν αἰώνων καὶ ἔχει πολλοὺς ὀπαδούς, γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι πολὺ σπουδαιότερη ἀπὸ τὴν πίστη τῶν Χριστιανῶν, ποὺ ἐμφανίσθηκε τελευταῖα καὶ ἔχει πολὺ λίγους πιστούς. 

Στὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ τοῦ ἡγεμόνος ὁ Ἅγιος ἀπάντησε μὲ τὴν ἱστορία τοῦ Κάιν. Εἶπε δηλαδὴ σὲ αὐτόν, ὅτι ἡ ἀδελφοκτονία τοῦ Κάιν, ἂν καὶ αὐτὸς εἶναι πολὺ ἀρχαιότερος, προκάλεσε καὶ προκαλεῖ τὸν ἀποτροπιασμὸ σὲ ἄπειρα πλήθη ἀνθρώπων καὶ οὐδεὶς εὐσεβὴς ἄνθρωπος τὴ ζηλεύει.

Ὁ ἡγεμόνας ἐξοργίσθηκε πάρα πολὺ ἀπὸ τὴν ἀπάντηση τοῦ Ἀντίπα καὶ τότε ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν ρίξουν σὲ ἕνα πυρωμένο χάλκινο ὁμοίωμα βοδιοῦ, ὅπου τελειώθηκε ὁ βίος του, τὸ ἔτος 92 μ.Χ.

Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὴν Ἐκκλησία τῆς Περγάμου καὶ ἀναβλύζει ἀενάως μύρο καὶ ἰάσεις, ἡ δὲ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὸ πάνσεπτο Ἀποστολεῖο τοῦ Ἁγίου καὶ πανευφήμου Ἀποστόλου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, κοντὰ στὴν Μεγάλη Ἐκκλησία. 
Ναὸς τοῦ Ἁγίου Ἀντίπα ὑπῆρχε κατὰ τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἕτερος, ἐπίσης, κείμενος μεταξὺ τῶν χωρίων Ἁγίου Στεφάνου καὶ Ρηγίου (Κιουτσοὺκ – Τσεκμετζέ).


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
 Μυροβλήτην τὸν θεῖον καὶ Μαρτύρων τὸν σύναθλον,
 τὸν πανευκλεῆ Ἱεράρχην καὶ Περγάμου τὸν πρόεδρον, 
τιμήσωμεν Ἀντίπαν οἱ πιστοί, 
ὡς τάχιστον καὶ μέγαν ἰατρόν, 
τῆς δεινῆς ὀδόντων νόσου, 
καὶ πρὸς αὐτὸν ἀπὸ ψυχῆς βοήσωμεν· 
δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, 
δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, 
δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, 
πᾶσιν ἰάματα.



Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸν Ἱεράρχην καὶ κλεινὸν Μεγαλομάρτυρα,
Τὸν πολιοῦχον τῆς Περγάμου τὸν πανάριστον
Καὶ ἐχθροῦ κοινοῦ ἀντίπαλον τὸν Ἀντίπαν
Κατὰ χρέος εὐφημήσωμεν ἐν ᾄσμασιν
Ὡς τοὺς πάσχοντας ὀδόντας θεραπεύοντα·Πόθῳ κράζοντες, χαίροις, Πάτερ τρισόλβιε.



Μεγαλυνάριον.
 Ὁ Περγάμου πρόεδρος καὶ φρουρός, 
καὶ τῆς εὐσεβείας, θεορρήμων ὑφηγητής, 
ὁ τῶν Ἀποστόλων, ὁμόχρονος καὶ σύμπνους, 
τιμάσθω μοι Ἀντίπας, ὁ ἱερόαθλος.

Πηγή: synaxarion.gr

Κυριακή 10 Απριλίου 2016

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Γρηγόριος ὁ Ε’, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως


Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, κατὰ κόσμο Γεώργιος Ἀγγελόπουλος, γεννήθηκε στὴ Δημητσάνα τὸ ἔτος 1745, ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους γονεῖς, τὸν Ἰωάννη καὶ τὴν Ἀσημίνα. 

Τὸ 1767 μετέβη στὴ Σμύρνη, κοντὰ στὸν θεῖο του ἐκκλησιάρχη Μελέτιο, παρακολουθώντας μαθήματα στὴν Εὐαγγελικὴ Σχολή. Στὴ συνέχεια παρακολούθησε  μαθήματα φιλοσοφίας στὴν Πάτμο ἀπὸ τὸν Δανιὴλ Κεραμέα. Μετὰ τὶς σπουδές του ἦλθε στὴν αὐτοκρατορικὴ μονὴ τῆς Μεταμορφώσεως τῶν Στροφάδων νήσων, ὅπου ἐκάρη μοναχὸς λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Γρηγόριος. 

Ἀπὸ ἐκεῖ τὸν κάλεσε ὁ Μητροπολίτης Σμύρνης Προκόπιος καὶ τὸν χειροτόνησε ἀρχιδιάκονό του. Ὅταν ἀργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, ἐπέστρεψε στὴ Δημητσάνα καὶ ἔδωσε 1.500 γρόσια γιὰ τὴν στέγαση τῶν ἀπόρων φοιτητῶν.

Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι Ἄγαβος, Ἀσύγκριτος, Ἑρμῆς, Ἡρωδίων Ἐπίσκοπος, Ροῦφος καὶ Φλέγων ἐκ τῶν Ἑβδομήντα



Ὁ Ἀπόστολος Ἄγαβος, ὁ Προφήτης, εἶναι γνωστὸς ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Προφήτευσε περὶ τῆς συλλήψεως τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τοῦ ὁποίου πῆρε τὴ ζώνη καὶ ἀφοῦ ἔδεσε μὲ αὐτὴν τὰ χέρια του καὶ τὰ πόδια του, εἶπε τὰ ἑξῆς προφητικὰ λόγια: «Αὐτὰ λέγει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Τὸν ἄνδρα στὸν ὁποῖο ἀνήκει αὐτὴ ἡ ζώνη θὰ τὸν δέσουν στὰ Ἱεροσόλυμα οἱ Ἰουδαῖοι, ἔτσι ὅπως εἶμαι τώρα ἐγὼ δεμένος καὶ θὰ τὸν παραδώσουν στὰ χέρια τῶν εἰδωλολατρῶν Ρωμαίων». Ὁ ἴδιος προφήτευσε καὶ περὶ τοῦ μεγάλου λιμοῦ στὴν Ἱερουσαλήμ. Ἀργότερα ὁ Ἀπόστολος Ἄγαβος κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο σὲ διάφορα μέρη καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ἀπόστολος Ἀσύγκριτος, Ἐπίσκοπος Ὑρκανίας ἢ Ὀρκανίας, πρὸς τὸν ὁποῖο πέμπει ἀσπασμὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴ Ρώμη, τελειώθηκε μαρτυρικά.

Ὁ Ἀπόστολος Ἑρμῆς ἔγινε Ἐπίσκοπος Δαλματίας ( 8 Μαρτίου) καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ἀπόστολος Ἡρωδίων ἀνῆκε στὸν κύκλο τῶν Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων τοῦ Κυρίου. Ἀκολουθώντας τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους βοηθοῦσε αὐτοὺς στὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ, προσφέροντας ὑπηρεσίες σὲ ὅλους καὶ ὑποτασσόμενος ὡς μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔλεγε ὅτι αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ εἶναι πρῶτος σὲ ὅλους, ἂς εἶναι ὑπηρέτης ὅλων καὶ διάκονος αὐτῶν. Στὴν συνέχεια χειροτονήθηκε ἀπὸ αὐτοὺς Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως τῶν Νέων Πατρῶν καὶ ὁδήγησε στὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου πολλοὺς Ἐθνικούς. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι τὸν φθόνησαν, συναθροίστηκαν ἐναντίων του μαζὶ μὲ τοὺς εἰδωλολάτρες, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν βασάνισαν ἀνηλεῶς. Τοῦ συνέτριψαν τὸ στόμα μὲ πέτρες καὶ τοῦ κτύπησαν τὴν κεφαλὴ πάνω σὲ ξύλα. Στὴν συνέχεια οἱ παράνομοι, ὡς ἄγριοι καὶ αἱμοβόροι κυνηγοί, τὸν κατάσφαξαν μὲ μαχαίρι. Ἔτσι παρέδωσε τὴν μακάρια ψυχή του στὸν Κύριο, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Ὁποίου ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο.

Ὁ Ἀπόστολος Ροῦφος, ποὺ καὶ αὐτὸν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τὸν μνημονεύει στὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολή του, ἔγινε Ἐπίσκοπος στὴν πόλη τῶν Θηβῶν τῆς Ἑλλάδος καὶ τελειώθηκε μαρτυρικὰ τὸ ἔτος 64 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Νέρωνος. 
Ὁμοίως δὲ καὶ ὁ Ἀπόστολος Φλέγων, Ἐπίσκοπος Μαραθῶνος, τελειώθηκε μαρτυρικά.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
 Ἑξάριθμος χορός, τῶν σοφῶν Ἀποστόλων, 
ὑμνείσθω ἱερῶς, μελῳδίαις ᾀσμάτων, 
Ἑρμᾶς καὶ Ἀσύγκριτος, Ἡρωδίων καὶ Ἄγαβος, 
σὺν τῷ Φλέγωντι, καὶ τῷ θεόφρονι Ῥούφῳ· 
τὴν Τριάδα γάρ, διηνεκῶς δυσωποῦσιν, 
ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.

Ὡς μύσται Χριστοῦ, καὶ Ἀποστόλων σύσκηνοι,
 ἐν πάσῃ τῇ γῇ, τὴν τούτου συγκατάβασιν, 
Μαθηταὶ ἑξάριθμοι, ὡς λαμπὰς ἑξάφωτος φάναντες,
 ἐλύσατε σκότος δεινόν, 
πυρσεύοντες πᾶσιν,ἀληθείας τὸ φῶς.

Μεγαλυνάριον.
 Τῆς θεογνωσίας ὑφηγηταί, 
καὶ τῶν ἀπορρήτων, οἰκονόμοι καὶ πορθμευταί, 
ἑξὰς ἡ θεόφρων, τῶν θείων Ἀποστόλων, 
ἐδείχθησαν τῷ κόσμῳ, οὓς μεγαλύνομεν.

Πηγή: synaxarion.gr

Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ ἐν Καλύμνῳ


Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Νέος, κατὰ κόσμο Βασίλειος, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1862 στὴν Ἡρακλείτσα τῆς περιφέρειας Ἀβδὶμ τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης ἀπὸ πτωχοὺς καὶ ἁπλοϊκοὺς γονεῖς, τὸν Κωνσταντίνο καὶ τὴ Σμαραγδή.

Ὁ Βασίλειος μεγάλωσε ἔχοντας βαθιὰ πίστη καὶ μεγάλη εὐσέβεια καὶ προσπαθώντας νὰ μιμηθεῖ τὴν ἄσκηση τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Σὲ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν ὁ Βασίλειος διαπίστωνε καθημερινὰ ὅτι τὸ ἐπάγγελμα ποὺ ἀσκοῦσε δὲν ἦταν στὰ μέτρα του καὶ ποθοῦσε μία ἄλλη ζωή. 

Ἤθελε νὰ ζήσει μόνο γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὴν ὁδὸ τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἔτσι ἔλαβε πλέον τὴν ἀμετάκλητη ἀπόφαση νὰ φύγει, ἐγκαταλείποντας τὰ ἐγκόσμια καὶ κάνοντας πράξη τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ». Κατευθύνεται στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴν Ἱερὰ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης, ὅπου ἐπὶ δώδεκα ἔτη ζεῖ πλέον μὲ προσευχὴ καὶ αὐστηρὴ ἄσκηση.

Ἔντονη ἦταν καὶ ἡ ἐπιθυμία τοῦ Ὁσίου νὰ ἐπισκεφθεῖ τοὺς Ἁγίους Τόπους, τὴν ὁποία πραγματοποιεῖ ἀφοῦ πρῶτα διέρχεται ἀπὸ τὴν γενέτειρά του. Δέος τὸν καταλαμβάνει καθὼς ἀντικρίζει τὸν Πανάγιο Τάφο. Ἐλπίζοντας πάντα στὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, εἰσέρχεται στὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Χοζεβᾶ, ὅπου ἔπειτα ἀπὸ τριετῆ ἐνάρετο βίο κείρεται μοναχὸς τὸ 1890 καὶ ἀργότερα, τὸ ἔτος 1894, ἀποστέλλεται ἀπὸ τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς, Καλλίνικο, στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης, κοντὰ στὸν ἀρχιμανδρίτη Ἄνθιμο, γιὰ νὰ ἀσκηθεῖ στὴν ἁγιογραφία. 

Τὸ 1902 χειροτονεῖται διάκονος καὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος πρεσβύτερος. Διακονεῖ δὲ μέχρι τὸ ἔτος 1906 ὡς ἐφημέριος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὅπου γνωρίζεται μὲ τὸν ἀρχιμανδρίτη Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, τὸν μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος, ὁ ὁποῖος ἔλεγε γιὰ τὸν Ἅγιο Σάββα στὸν Καλύμνιο φίλο του Γεράσιμο Ζερβό, πρὶν ἀκόμη ὁ Ἅγιος κοιμηθεῖ: «Νὰ ξέρεις, Γεράσιμε, ὅτι ὁ πατὴρ Σάββας εἶναι ἅγιος ἄνθρωπος».

Τὸ ἔτος 1907 ἐπανέρχεται στὴ μονὴ Χοζεβᾶ, ὅπου διάγει βίο ἀσκητικὸ μὲ τέλεια ὑποταγὴ στοὺς ἀσκητικοὺς κανόνες, ἄκρα ταπείνωση, χαμαικοιτία, στέρηση παντὸς ὑλικοῦ ἀγαθοῦ, ἀκολουθώντας τὸ πατερικὸ «ὁ ἀκτήμων μοναχός, ὑψιπέτης ἀετός». Ἡ τροφή του ἦταν μία κουταλιὰ βρεγμένο σιτάρι καὶ νερὸ ἀπὸ τὸν ποταμό.

Τὸ ἔτος 1916 ἐπιστρέφει ὁριστικὰ στὴν Ἑλλάδα, μεταβαίνει στὴ νῆσο Πάτμο, ὅπου διαμένει δύο χρόνια καὶ ἱστορεῖ δύο εἰκόνες στὸ Καθολικὸ τῆς μονῆς. Ἔπειτα ἔρχεται στὴν Ἀθήνα, ὅπου πληροφορεῖται ὅτι τὸν ἀναζητεῖ ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, Μητροπολίτης Πενταπόλεως. Μεταβαίνει στὴν Αἴγινα καὶ διακονεῖ τὸν Ἅγιο μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του. 

Ἡ συγκαταβίωση μὲ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο συνέβαλε στὴν πνευματική του πρόοδο. Γνώρισε τὴν αὐστηρὴ ἄσκηση τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, τὴν παροιμιώδη ταπείνωσή του, τὴν ἁπλότητά του. Ἔζησε τὸ πρῶτο θαῦμα τοῦ Ἁγίου, ὅταν μετὰ τὴν κοίμησή του εἶδε τὸν Ἅγιο νὰ κλίνει τὴν κεφαλή του προκειμένου νὰ τοῦ φορέσει τὸ πετραχήλι του καὶ νὰ ἐπανέρχεται κατόπιν στὴν θέση της. Ἐπὶ τρεῖς συνεχεῖς ἡμέρες οἱ ἀδελφὲς τῆς μονῆς στὴν Αἴγινα ἄκουγαν συνομιλίες ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου, ὅταν δὲ πλησίασαν, εἶδαν ἐκεῖ τὸν Ὅσιο Σάββα νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο. 

Ὁ Ὅσιος ἔμεινε ἔγκλειστος στὸ κελί του γιὰ σαράντα ἡμέρες. Κατὰ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἐξῆλθε κρατώντας μία εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, τὴν ὁποία ἐνεχείρησε στὴν ἡγουμένη μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ τὴν τοποθετήσει στὸ προσκυνητάρι. Ἡ ἡγουμένη ἀπάντησε ὅτι αὐτὸ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ γίνει, διότι ὁ Ἅγιος δὲν εἶχε ἀναγνωρισθεῖ ἐπίσημα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ μία τέτοια ἐνέργεια ἴσως νὰ ἔθετε τὴ μονὴ σὲ διωγμό. Τότε ὁ Ὅσιος Σάββας τῆς εἶπε ἐπιτακτικά: «Ὀφείλεις νὰ κάνεις ὑπακοή. Νὰ πάρεις τὴν εἰκόνα, νὰ τὴν βάλεις στὸ προσκυνητάρι καὶ τὶς βουλὲς τοῦ Θεοῦ νὰ μὴν τὶς περιεργάζεσαι».

Στὴν Αἴγινα δὲν μπορεῖ πλέον νὰ μείνει, διότι προσέρχεται πολὺς κόσμος καὶ αὐτὸ κουράζει τὸν φιλήσυχο Ὅσιο. Μεταβαίνει στὴν Ἀθήνα καὶ κατόπιν στὴν Κάλυμνο, ὅπου μετὰ ἀπὸ περιπλάνηση στὶς μονὲς καὶ τὰ ἡσυχαστήρια τοῦ νησιοῦ, καταλήγει στὴ μονὴ τῶν Ἁγίων Πάντων. Ἐκεῖ ἀρχίζει μία ἔντονη πνευματικὴ ζωή. 

Ἁγιογραφεῖ, τελεῖ τὰ Θεία Μυστήρια καὶ τὶς Ἱερὲς Ἀκολουθίες, ἐξομολογεῖ, διδάσκει διὰ τοῦ στόματος καὶ διὰ τοῦ παραδείγματός του καὶ βοηθάει χῆρες, ὀρφανὰ καὶ φτωχούς. Ἦταν ἐπιεικὴς καὶ εὔσπλαχνος μὲ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων, δὲν ἀνεχόταν ὅμως τὴν βλασφημία καὶ τὴν κατάκριση. Πολλὲς φορὲς δάκρυζε καὶ μὲ πόθο παρακαλοῦσε γιὰ τὴν μετάνοια τῶν πνευματικῶν του τέκνων, κατὰ δὲ τὴ Θεία Λειτουργία εἶχε τέλεια προσήλωση στὸ συντελούμενο μυστήριο. 

Ἀξιώθηκε τῆς εὐωδίας τοῦ σώματός του ἐν ζωῇ, καθὼς καὶ τὸ πέρασμά του ἦταν εὐῶδες, εὐωδία ἡ ὁποία θὰ ἐξέλθει καὶ ἀπὸ τὸ μνῆμα του μετὰ τὴν ἐκταφή του. Χρήματα δὲν κρατοῦσε ποτέ, ἡ ζωή του ἦταν μία συνεχὴς κατάσταση ἁγίας ὑπακοῆς. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο συμπλήρωσε τὶς ἡμέρες τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, μὲ ἄκρα περισυλλογὴ καὶ ἱερὰ κατάνυξη, ἐνῷ λίγο πρὶν τὸ τέλος ἡ τελευταία φράση του ἦταν «Ὁ Κύριος, ὁ Κύριος, ὁ Κύριος, ὁ Κύριος, ὁ Κύριος, ὁ Κύριος». Ἡ ὁμολογία αὐτὴ ἦταν ἡ βεβαίωση τῆς ἐν Χριστῷ πορείας του.

Μετὰ ἀπὸ δέκα ἔτη, ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἁγίων καὶ χαριτόβρυτων λειψάνων του, στὶς 7 Ἀπριλίου 1957, προεξάρχοντος τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Λέρου, Καλύμνου καὶ Ἀστυπαλαίας κυροῦ Ἰσιδώρου, ἐνώπιον πλήθους λαοῦ. Ἕνα πυκνὸ νέφος θείας εὐωδίας κάλυψε ὁλόκληρη τὴν περιοχὴ καὶ τὸ νέο γιὰ τὸ θεϊκὸ σημεῖο ἔκανε ἀμέσως τὸ γύρο τοῦ νησιοῦ. 

Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου μεταφέρθηκε σὲ λάρνακα, στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου.
Ἡ ἐπίσημη ἁγιοποίηση τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Σάββα τοῦ Νέου ἔγινε διὰ Πατριαρχικῆς Συνοδικῆς Πράξεως τῆς 19ης Φεβρουαρίου 1992.


Πηγή: synaxarion.gr

Τετάρτη 6 Απριλίου 2016

Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως


Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος γεννήθηκε τὸ ἔτος 512 μ.Χ. καὶ ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ Α’ τοῦ Μεγάλου. Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Θεία Κώμη τῆς Φρυγίας καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ Ἀλεξάνδρου, σχολαρίου ὑπὸ τὸν στρατηγὸ Βελισσάριο καὶ τῆς Συνεσίας. 

Διδάχθηκε τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ βαπτίσθηκε Χριστιανὸς ἀπὸ τὸν ἱερέα Ἡσύχιο, ὁ ὁποῖος ἦταν παππούς του καὶ λειτουργοῦσε στὴν Ἐκκλησία τῆς Αὐγουστοπόλεως. Σύμφωνα μὲ τὸ Συναξάρι ὁ Ἡσύχιος εἶχε τὸ ὀφφίκιο τοῦ σκευοφύλακος καὶ λόγω τῆς ἁγιότητας τοῦ βίου του εἶχε λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.

Ὁ Ἅγιος χειροτονήθηκε ἀναγνώστης ἀπὸ τὸν τότε Ἐπίσκοπο Ἀμασείας στὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Οὐρβικίου. Στὴν συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος καὶ εἰσῆλθε σὲ μονὴ τῆς Ἀμασείας, ποὺ εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπὸ τοὺς Ἀρχιερεῖς Μελέτιο καὶ Σέλευκο, τῆς ὁποίας ἀργότερα ἀνεδείχθη καὶ ἡγούμενος.

Τὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν δὲν ἦταν εἰρηνικὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, λόγω τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν ποὺ δίδασκαν νέοι Ὠριγενιστὲς καὶ κρυπτομονοφυσίτες. Οἱ ἔριδες τῶν μοναχῶν τῆς Παλαιστίνης περὶ τοῦ Ὠριγένους ἀποτελοῦν τὴν Τρίτη καὶ τελευταία φάση τῶν ὠριγενιστικῶν ἐρίδων. Προοίμιο αὐτῶν ὑπῆρξε ἡ κατὰ τὸ ἔτος 507 μ.Χ. διάσταση λογίων μοναχῶν τῆς Μεγάλης Λαύρας πρὸς τὸν ἡγούμενο αὐτῆς, τὸν Ὅσιο Σάββα τὸν Ἡγιασμένο, ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Λαύρα καὶ ἵδρυσαν περὶ τὸ 514 μ.Χ. τὴ Νέα Λαύρα, ἡ ὁποία κατέστη κέντρο τοῦ ὠριγενισμοῦ. Οἱ ἀντιωριγενιστὲς μοναχοὶ ἔκαναν ἔκκληση πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸ νὰ καταδικάσει τὸν Ὠριγένη. Τὴν αἴτηση αὐτὴ ὑποστήριξε ὁ Πατριάρχης Μηνᾶς.

Ἔτσι, τὸ ἔτος 543 μ.Χ., συνῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη Ἐνδημοῦσα Σύνοδος, ὕστερα ἀπὸ πρόσκληση τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μηνᾶ, μὲ σκοπὸ τὴν εἰρήνευση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν καταδίκη τῶν αἱρετικῶν. Διὰ διατάγματος ποὺ ἐκδόθηκε τὸ ἔτος 543 μ.Χ. ὁ Ἰουστινιανὸς ἐστράφη κατὰ τῶν αἱρετικῶν. Καταδίκασε τὶς κακοδοξίες τοῦ Ὠριγένους, θεώρησε τὰ συγγράμματα αὐτοῦ κακόδοξα καὶ καταδίκασε αὐτὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Ὠριγένους. 

Διὰ τρίτου διατάγματος ὁ Ἰουστινιανός, τὸ ἔτος 544 μ.Χ., καταδίκασε τὰ «Τρία Κεφάλαια», δηλαδὴ α) τὸν Θεόδωρο Μοψουεστίας καὶ τὰ αἱρετικά του συγγράμματα, β) τὰ κατὰ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καὶ τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ὑπὲρ τοῦ Νεστορίου συγγράμματα τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου καὶ γ) τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἴβα Ἐδέσσης πρὸς τὸν Πέρση Μάρη.

Ὅταν τὸ ἔτος 552 μ.Χ. κοιμήθηκε ὁ Πατριάρχης Μηνᾶς, ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος ἦλθε ἀπὸ τὴν Ἀμάσεια στὴ Βασιλεύουσα καὶ ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.

Οἱ ταραχὲς ὅμως τῶν αἱρετικῶν συνεχίζονταν καὶ ταλάνιζαν τὴν Ἐκκλησία. Ἡ Ε’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία συνῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ ἔτος 553 μ.Χ. ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Ἁγίου Εὐτυχίου, ἐπικύρωσε τὴν ἀπόφαση τῆς Ἐνδημούσης Συνόδου καὶ προέβη στὴν καταδίκαση τῶν «Τριῶν Κεφαλαίων». Ὁ σκοπὸς ὅμως τῆς καταδίκης τῶν «Τριῶν Κεφαλαίων» δὲν ἐπετεύχθη, διότι οἱ μονοφυσίτες ἐνέμεναν στὴν ἀπόσχιση καὶ στὶς αἱρετικὲς δοξασίες τους. Ἕνεκα τούτου ὁ Ἰουστινιανὸς τὸ ἔτος 564 μ.Χ. ἐξέδωσε διάταγμα, διὰ τοῦ ὁποίου ἐπέβαλε τὸν ἀφθαρτοδοκητισμό. 

Ἡ διδασκαλία αὐτὴ εἶχε διατυπωθεῖ ἀπὸ τὸν καταφυγόντα στὴν Αἴγυπτο μονοφυσίτη Ἐπίσκοπο Ἁλικαρνασσοῦ Ἰουλιανό. Συγκεκριμένα ὁ Ἰουλιανὸς δίδασκε ὅτι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἤδη ἀπὸ τῆς συλλήψεως καὶ γεννήσεως Αὐτοῦ, ἀπηλλάγη τῆς φθορᾶς καὶ ἑπομένως τῶν φυσικῶν ἀναγκῶν (πείνας, δίψας, καμάτου, ἱδρῶτος, δακρύων κ.τ.λ) – τῶν λεγομένων «ἀδιαβλήτων παθῶν» – καὶ μόνο «κατ’ οἰκονομίαν» καὶ «κατὰ χάριν» φαινόταν ὑποκείμενο σὲ αὐτά. 

Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος καὶ οἱ λοιποὶ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, πρὸς τοὺς ὁποίους ἀπευθύνθηκε, δὲν δέχθηκαν τὸ δυσσεβὲς  διάταγμα. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ὁ Ἅγιος, τὸ ἔτος 565 μ.Χ., καθαιρέθηκε ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο ὑπὸ Συνόδου ἐρήμην, ἀφοῦ ἀρνήθηκε νὰ παρουσιασθεῖ καὶ ἐξορίσθηκε ἀρχικὰ στὴν Πρίγκηπο. Στὸ Συναξάρι του ἀναφέρεται ὅτι μετὰ κατέφυγε σὲ μοναστήρι τῆς Ἀμασείας στὸ ὁποῖο ζοῦσε ἀσκητικὰ καὶ ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα.

Μετὰ ἀπὸ δώδεκα χρόνια ἐξορίας, ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστίνος ὁ Β’, τὸ ἔτος 577 μ.Χ., ἀποθανόντος τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννου τοῦ Γ’, ἐπανέφερε μὲ τιμὴ καὶ δόξα τὸν Ἅγιο στὸν πατριαρχικὸ θρόνο. Κατὰ τὴν δεύτερη πατριαρχία του ὁ Ἅγιος μὲ τὴν προσευχή του ἔσωσε τὸν λαὸ ποὺ μαστιζόταν ἀπὸ θανατηφόρα ἐπιδημία. 

Τὸ ὀρθόδοξο φρόνημά του καὶ ὁ ἀγώνας του γιὰ τὴν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως τὸν ὁδήγησαν σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἀποκρισάριο τῆς Ρώμης Γρηγόριο, τὸν μετέπειτα Πάπα, λόγῳ τῶν δοξασιῶν του περὶ ἀναστάσεως σαρκός.

Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 582 μ.Χ. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐναποτέθηκε στὸ θυσιαστήριο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, μετὰ τὴν κρηπίδα τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ὅπου κατέκειντο καὶ τὰ ἱερὰ λείψανα Ἀνδρέου, Τιμοθέου καὶ Λουκᾶ τῶν Ἀποστόλων. 
Σώζονται ἀποσπάσματα τοῦ ἔργου αὐτοῦ «Περὶ Εὐχαριστίας», «Ἐπιστολὴ πρὸς Πάπαν Βιγίλιον περὶ τῶν Τριῶν Κεφαλαίων» καὶ «Συνοδικὴ Ἐπιστολή». Τρία ἄλλα ἔργα του χάθηκαν, ἤτοι τὸ «Περὶ ἀναστάσεως σαρκός», τὸ «Κατὰ Ἀφθαρτοδοκητῶν» καὶ τὸ «Κατὰ τῆς μονοφυσιτικῆς διασκευῆς τοῦ Τρισαγίου». Τὸν Βίο τοῦ Ἁγίου συνέταξε ὁ μαθητής του Εὐστράτιος.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ. Τὴν ὡραιότητα.
 Βίον οὐράνιον, Πάτερ κτησάμενος,
 σκεῦος ἐπάξιον, ὤφθης τῆς χάριτος, 
λόγῳ καὶ πράξει βεβαιῶν, τὴν θείαν σοι χορηγίαν·
 ὅθεν ἱεράτευσας, ἰσαγγέλως τῷ Κτίσαντι, 
ἔνδοξε Εὐτύχιε, Ἐκκλησίας ὡράϊσμα, 
ἣν φύλαττε ταῖς σαῖς προστασίαις, 
πάσης ἀνάγκης ἀνωτέραν.



Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
 Εὐκληρίας χάριτας θεοδωρήτου, 
ἱερὲ Εὐτύχιε, ἀναβλυστάνεις δαψιλῶς,
 τοῖς ἐν αἰνέσει κραυγάζουσι· 
χαίροις Πατέρων φαιδρὸν ἀγαλλίαμα.



Μεγαλυνάριον.

Ὤφθης εὐτυχίας πνευματικῆς, 
ἀμάραντον δένδρον, Ἱεράρχα καρποδοτοῦν, 
ἀμοιβῶν τὴν χάριν, ὥσπερ Ἀγγέλων βρῶσιν, 
Εὐτύχιε τρισμάκαρ, τοῖς σὲ γεραίρουσι.

Πηγή: synaxarion.gr

Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ὁ ἐν Μαλαιῷ


Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ἀγάπησε ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ὁλόψυχα τὸν Χριστὸ καὶ ἀκολούθησε τὴν ὁδὸ τῆς μοναχικῆς πολιτείας, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ γονεῖς του ἐπιθυμοῦσαν νὰ νυμφευθεῖ. Ἔτσι ἐπιδόθηκε σὲ κάθε εἴδους ἄσκηση καὶ ἐγκράτεια, νηστεία καὶ σκληραγωγία, προσευχή, δάκρυα, μελέτη τῶν θείων Γραφῶν καὶ κάθε ἄλλη ἀρετή, γιὰ νὰ εὐαρεστήσει τὸν Θεό.
Οἱ Χριστιανοὶ προσέτρεχαν πρὸς αὐτὸν γιὰ νά φωτισθοῦν καὶ νὰ κατανοήσουν τὰ ἀγαθὰ τῆς πίστεως. Βλέποντας, ὅμως, ὁ Ὅσιος ὅτι ἐρχόταν πρὸς αὐτὸν πολὺ πλῆθος ἀνθρώπων καὶ δὲν τὸν ἄφηναν ἥσυχο στὸ ἔργο τῆς προσευχῆς, κατέφυγε στὸ ὄρος Μαλεβό, στὴ νότια Λακωνία. Ἐκεῖ, ἀφοῦ συγκέντρωσε γύρω του πλῆθος μοναχῶν, ἀσκοῦνταν στὴν ἡσυχία γενόμενος σκεῦος ἐκλογῆς καὶ φωτίζοντας ὅλους στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Μάλιστα ἔδινε στὸν καθένα χωριστὰ τοὺς ὅρους καὶ τοὺς κανόνες τοὺς ὁποίους ἔπρεπε νὰ ἐκδουλεύει.

 Ὁ Ὅσιος Γεώργιος πρόκοψε τόσο πολὺ στὴν ἀρετή, ὥστε ἔγινε ξακουστὸς καὶ θαυμαστὸς στοὺς ἄρχοντες, ἀκόμα καὶ στοὺς βασιλεῖς, πρὸς τοὺς ὁποίους ἔγραψε πολλὲς ἐπιστολὲς ἀπαντώντας σὲ πνευματικὰ θέματα καὶ νουθετώντας αὐτοὺς νὰ κυβερνοῦν τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ μὲ δικαιοσύνη, ἀγαθότητα καὶ ἐλεημοσύνη.

 Προεῖπε δὲ ὁ Ὅσιος καὶ τὸ κατὰ Θεὸν τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, τρία χρόνια πρὶν αὐτὸ συμβεῖ. Καὶ ἔτσι, ἀφοῦ θεοφιλῶς καὶ καλῶς πολιτεύθηκε, ὅταν ἦρθε ὁ καιρὸς ἀσθένησε γιὰ λίγο. Τότε κάλεσε κοντά του ὅλους αὐτοὺς ποὺ ἀσκήτευαν στὸ ὄρος Μαλεβό, τοὺς εὐλόγησε καί, ἀφοῦ τοὺς δίδαξε πῶς θὰ σωθοῦν καὶ θὰ εὐαρεστοῦν τὸν Θεό, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε. 
Ὡς θεῖον γεώργιον, δικαιοσύνης καρπούς, 
πλουσίως ἐξήνεγκας, δι’ ἐνάρετου ζωῆς, 
Γεώργιε Ὅσιε· 
σὺ γὰρ καθάπερ φοῖνιξ, ἐν ἀσκήσει βλαστήσας,
 τρέφεις τῇ δωρεᾷ σου, τὴν Χριστοῦ Ἐκκλησίαν· 
ὅθεν ἀεὶ εὐχαρίστως, τιμᾷ τὴν μνήμην σου.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον. 
Γεωργὸς πανάριστος, τῆς ἐγκρατείας ἐγένου,
 τὸ δοθέν σοι τάλαντον, ἀσκητικῶς ἐπαυξήσας· 
ὅθεν σοι, ἡ ἐπουράνιος κληρουχία, 
δίδοται, ἀνθ’ ὧν διήνυσας Πάτερ πόνων· 
ὁ Χριστὸς γάρ σε δοξάζει, 
ὃν ἵλεών μοι δίδου Γεώργιε.

Μεγαλυνάριον. 
Σπόρον γεωργήσας τὸν μυστικόν, 
στάχυν ἀφθαρσίας, συγκομίζεις ἐν οὐρανῷ· 
δι’ οὗ κἀμὲ θρέψον, Γεώργιε θεόφρον, 
τὸν ἐν παθῶν πενίᾳ, ἀεὶ λιμώτοντα.

Πηγή: synaxarion.gr

Κυριακή 3 Απριλίου 2016

Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Ὑμνογράφος



Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ γεννήθηκε στὴ Σικελία, τὸ ἔτος 816 μ.Χ., ἀπὸ ἐνάρετους καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Πλουτίνο καὶ τὴν Ἀγάθη. Τὰ περὶ τῆς ζωῆς καὶ τῆς δράσεώς του τὰ γνωρίζουμε ἀπὸ τὸν βίο ποὺ συνέταξε ὁ μαθητὴς καὶ διάδοχός του στὴ μονή του, Θεοφάνης, συμπληρωματικὰ δὲ ἀπὸ τὰ ἐγκώμια ποὺ τοῦ ἀφιέρωσαν ὁ Ἰωάννης Διάκονος καὶ ὁ Θεόδωρος Πεδιάσιμος.

Ὁ Ὅσιος ἀναγκάσθηκε νὰ φύγει ἀπὸ τὴν γενέτειρά του οἰκογενειακῶς, λόγω τῆς ἐντάσεως τῶν Ἀραβικῶν ἐπιδρομῶν ποὺ ἔπειτα ἀπὸ λίγο καιρὸ ἐπρόκειτο νὰ καταλήξουν στὴν κατάληψη τῆς νήσου καὶ νὰ μεταναστεύσει στὴν Πελοπόννησο. Σὲ ἡλικία δεκαπέντε ἐτῶν ἀποχωρίσθηκε τοὺς γονεῖς του καὶ μετέβη στὴν Θεσσαλονίκη καὶ συγκεκριμένα στὴν περίφημη μονὴ Λατόμου, ὅπου ἐπιδόθηκε στὴ μοναχικὴ ἄσκηση ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Δεκαπολίτου ( 20 Νοεμβρίου), ἀσκώντας τὸ ἔργο τοῦ ὀξυγράφου.

Μετὰ ἀπὸ ἐννέα χρόνια παραμονῆς στὴν Θεσσαλονίκη, τὸ ἔτος 840 μ.Χ., μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρα Ἀντίπα. Δὲν παρέμεινε ὅμως γιὰ πολὺ ἐκεῖ ἀπερίσπαστος, διότι τὸ ἑπόμενο ἔτος ἀπεστάλη ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους τῆς Βασιλεύουσας στὴ Ρώμη γιὰ διαβουλεύσεις ἐπὶ τοῦ θέματος τοῦ διωγμοῦ ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους. Δὲν κατόρθωσε νὰ φέρει εἰς πέρας τὴν ἀποστολή, διότι τὸ πλοῖο του ἔπεσε στὰ χέρια Ἀράβων πειρατῶν καὶ αὐτὸς ὁδηγήθηκε αἰχμάλωτος στὴν ἀραβοκρατούμενη τότε Κρήτη, ἀπὸ ὅπου ἐλευθερώθηκε μὲ τὶς φροντίδες  φιλάνθρωπων πιστῶν καὶ μὲ θαῦμα τοῦ Ἁγίου Νικολάου.

Κατὰ τὸ βραχὺ χρόνο αὐτῆς τῆς περιπέτειάς του συνέβησαν δύο σημαντικὰ γεγονότα. Τὸ ἕνα, ποὺ σχετιζόταν ἰδιαίτερα μὲ αὐτόν, ἦταν ὁ θάνατος τοῦ πνευματικοῦ του ὁδηγοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Δεκαπολίτου καὶ τὸ ἄλλο, ποὺ ἀφοροῦσε τὴν Ἐκκλησία ὁλόκληρη, ἦταν ἡ ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων.

Ὅταν διὰ τῆς Θεσσαλονίκης ἐπανῆλθε πάλι στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ ἔτος 843 μ.Χ., ἔζησε ἐπὶ δύο χρόνια ὡς ἔγκλειστος  στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀντίπα. Ἔπειτα ἔζησε στὰ κτίρια τοῦ ναοῦ τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἐπὶ πενταετία, ἕως ὅτου ἵδρυσε δική του μονή, τὸ ἔτος 850 μ.Χ., ἀφιερωμένη στὸν Ἀπόστολο Βαρθολομαῖο. Ἐκεῖ ἀπέθεσε καὶ τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἀποστόλου ποὺ εἶχε φέρει ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη, καθὼς ἐπίσης καὶ τὰ σκηνώματα τοῦ πνευματικοῦ του ὁδηγοῦ Ἁγίου Γρηγορίου καὶ τοῦ συνασκητοῦ του Ἰωάννου. 

Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ παρακαλοῦσε μὲ δάκρυα καὶ στεναγμοὺς τὸν Ἀπόστολο Βαρθολομαῖο νὰ τὸν βοηθήσει στὴν σύνθεση ὕμνων. Καί, πράγματι, πέτυχε ἐκεῖνο ποὺ ποθοῦσε ἡ ψυχή του. Εἶδε σὲ ὀπτασία ἕναν ἄνδρα μὲ ἐμφάνιση Ἀποστόλου, ποὺ προκαλοῦσε τὸ δέος καὶ ὁ ὁποῖος πῆρε ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, τοῦ τὸ ἔβαλε πάνω στὸ στῆθος καὶ τὸν εὐλόγησε. Τοῦτο ὑπῆρξε καὶ ἡ ἀπαρχὴ τοῦ θείου χαρίσματος ποὺ ὁ Ὅσιος ἐπιθυμοῦσε.

Μετὰ τὴν ἔκπτωση τοῦ Πατριάρχου Ἰγνατίου καὶ τὴν ἄνοδο τοῦ ἱεροῦ Φωτίου, τὸ ἔτος 858 μ.Χ., ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ἐξορίστηκε ἀπὸ τὸν Βάρδα στὴν Κριμαία, προφανῶς ὡς ὀπαδὸς τοῦ πρώτου καὶ ἴσως ὡς λατινόφιλος κατὰ κάποιο τρόπο, ἀφοῦ πρὸ ἐτῶν εἶχε σταλεῖ γιὰ νὰ ζητήσει τὴν βοήθεια τῆς Ρώμης. Δὲν ἔμεινε ὅμως στὴν ἐξορία γιὰ πολὺ καιρό, καθώς, ὅπως ἀποδείχθηκε καὶ ἀπὸ τὴν μετέπειτα στάση του, ὁ ἱερὸς Φώτιος τὸν ἐκτιμοῦσε ἰδιαίτερα.

Ὅταν τὸ ἔτος 867 μ.Χ. ὁ Πατριάρχης Ἰγνάτιος ἀνέβηκε γιὰ δεύτερη φορὰ στὸ θρόνο, ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ἔγινε σκευοφύλαξ τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ διατήρησε αὐτὴν τὴν θέση κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Δευτέρας πατριαρχίας τοῦ Ἁγίου Φωτίου. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 886 μ.Χ.

Ὁ κύριος ὄγκος τοῦ ὑμνογραφικοῦ ἔργου τοῦ Ὁσίου συνίσταται σὲ Κανόνες, ποὺ ἀφθονοῦν στὰ ἔντυπα βιβλία καὶ τὰ χειρόγραφα. Ἡ συμβολὴ τοῦ Ὁσίου Ἰωσὴφ στὴν ὑμνογραφικὴ ὁλοκλήρωση τῆς Ὀκτωήχου εἶναι καθοριστική, δεδομένο ὅτι κάλυψε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ἑβδομάδας, πλὴν τῆς Κυριακῆς τῆς ὁποίας τοὺς Κανόνες εἶχαν συντάξει ὁ Κοσμᾶς ὁ Μελῳδὸς καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.

Στὰ Μηναῖα ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ εἶναι ὁ πλουσιότερα ἐκπροσωπούμενος ὑμνογράφος, ἀφοῦ διατηροῦνται σὲ αὐτὰ 165 Κανόνες του μὲ ὁμοιόμορφη δομή, ποὺ ἐξυμνοῦν Ἁγίους δευτέρας συνήθως ἑορταστικῆς τάξεως, δεδομένου ὅτι οἱ ἐξέχουσες ἑορτὲς εἶχαν ἤδη καλυφθεῖ ὑμνογραφικά. 
Ἰδιαίτερα βέβαια συγκινεῖ ὁ Κανὼν στὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο, στὸν ὁποῖο ἀκολουθεῖ Εἱρμοὺς τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ ὑμνεῖ τὴν Θεοτόκο μὲ ἀτελείωτη σειρὰ ἐπιθέτων καὶ εἰκόνων, ὡς ἄφλεκτη βάτο, νεφέλη ὁλόφωτη, ρόδο ἀμάραντο, μῆλο εὔοσμο, περιστερὰ καὶ τὰ παρόμοια.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.Τὸ δωδεκάχορδον, τοῦ Λόγου ὄργανον, 
τὴν παναρμόνιον, λύραν τῆς χάριτος, 
τὸν Ὑμνογράφον Ἰωσήφ, τιμήσωμεν ἐπαξίως· 
οὗτος γὰρ ἀνύμνησε, μελιχροῖς μελῳδήμασι,
 Πνεύματι κινούμενος, τῶν Ἁγίων πᾶν σύστημα.
 Μεθ’ ὧν καὶ ἱκετεύει ἀπαύστως, 
δοῦναι ἡμῖν πταισμάτων λύσιν.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.Ἡ θεόπνους γλῶσσά σου, δαβιτικῶς ἀνεδείχθη, 
ὀξυγράφου κάλαμος, τῇ θεϊκῇ ἐπιπνοίᾳ, 
ἄθλους μέν, τοὺς τῶν Ἁγίων ὑμνολογοῦσα, 
χάριν δέ, τὴν ἐξ ἀγώνων καλλιγραφοῦσα, 
Ἰωσὴφ τοῖς ἐκβοῶσι· 
χαίροις κιθάρα ὑπερκοσμίων ᾠδών.

Μεγαλυνάριον.Χαίροις Ἐκκλησίας θεῖος αὐλός,
 ἡδύφωνος σάλπιγξ, καλλικέλαδος ἀηδών· 
χαίροις τῶν Ἁγίων, ὁ ἔνθους ὑμνήπολος,
 ὦ Ἰωσὴφ τρισμάκαρ, στόμα θεόληπτον.

Πηγή: synaxarion.gr

Σάββατο 2 Απριλίου 2016

Ὁ Ὅσιος Τίτος ὁ Θαυματουργός


Ὁ Ὅσιος Τίτος ὁ Θαυματουργὸς εἶχε ἔνθεο ζῆλο πρὸς τὴν μοναχικὴ πολιτεία ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία. Ἔτσι προσῆλθε σὲ κοινόβιο καὶ ἐπιδόθηκε στὴν ἄσκηση, στὴν ὁποία διέπρεψε μεταξὺ τῶν συνασκητῶν του γιὰ τὴν ἐγκράτεια, τὴν καθαρότητα τοῦ βίου καὶ τὶς ἀρετές του, ποὺ τὸν ἀνέδειξαν καὶ ἡγούμενο τῆς μονῆς. 

Ἀξιώθηκε δὲ νὰ λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. 
Ἔτσι ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ὅσιος Τίτος καὶ διέλαμψε στὴν ἐνάρετη πολιτεία, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
 Ἀνατεθεὶς ἀπὸ παιδὸς τῷ Κυρίῳ, 
ἀγγελικῶς ἐπολιτεύσω ἐν κόσμῳ, 
καὶ τῶν θαυμάτων εἴληφας τὴν χάριν ἐκ Θεοῦ·
 ὅθεν ἐχρημάτισας, Μοναζόντων ἀλείπτης, 
Τίτε παμμακάριστε, καὶ σοφὸς οἰκονόμος· 
ἀλλὰ μὴ παύσῃ Πάτερ ἐκτενῶς, 
ὑπὲρ τοῦ κόσμου, Θεὸν ἱλεούμενος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
 Ἐγκρατείας ἄνθραξι, σαυτὸν καθάρας, 
ἀρετῶν ἐξήστραψας, φωτοειδεῖς μαρμαρυγάς,
 καταφαιδρύνων τοὺς ψάλλοντας· 
χαίροις ὦ Τίτε, Πατέρων ἀγλάϊσμα.

Μεγαλυνάριον.

Χαίροις τῶν Πατέρων ὑπογραμμός,
 καὶ τῶν Μοναζόντων, προμηθέστατος ὁδηγός·
 χαίροις εὐσεβείας, ἑδραίωμα καὶ στῦλος,
 θαυματοφόρε Τίτε, Τριάδος τέμενος.

Πηγή: synaxarion.gr

Παρασκευή 1 Απριλίου 2016

Ὁ Ὅσιος Μακάριος ἡγούμενος τῆς μονῆς Πελεκητῆς


Ὁ Ὅσιος Μακάριος, κατὰ κόσμος Χριστόφορος, γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἔμεινε ὀρφανὸς καὶ ἀπὸ τοὺς δύο γονεῖς του καὶ τὴν ἀνατροφή του ἀνέλαβε ἕνας εὐλαβὴς θεῖος του, ὁ ὁποῖος φρόντισε γιὰ τὴν κατὰ Θεὸν ἀνατροφὴ καὶ ἐκπαίδευσή του. Ἐπειδὴ εἶχε κλίση πρὸς τὴν μοναχικὴ πολιτεία, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ κατέφυγε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, τὴν ἐπιλεγόμενη Πελεκητή, στὰ Τρίγλεια τῆς Προύσσας. Ἐκεῖ ἐκάρη μοναχὸς καὶ μετονομάσθηκε σὲ Μακάριο.

Ὁ νέος μοναχὸς ἄρχισε νὰ ἐπιδίδεται στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Ἡ κατὰ Θεὸν προκοπή του τὸν ἀνέδειξε σὲ ἡγούμενο τῆς μονῆς. Ὁ Ὅσιος Μακάριος ἔγινε πνευματικὸς πατέρας γιὰ ὅλους, ὄχι μόνο γιὰ τοὺς μοναχοὺς ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς πιστοὺς ποὺ κατέφευγαν πρὸς αὐτὸν γιὰ νά τὸν συμβουλευθοῦν, νὰ λάβουν τὴν εὐχή του καὶ νὰ θεραπευθοῦν στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, ἀφοῦ ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν ἄμειψε μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.

Ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου ἔφθασε μέχρι τὸν Πατριάρχη Ταράσιο (784 – 806 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἔστειλε πρὸς αὐτὸν τὸν πατρίκιο Παῦλο, ποὺ εἶχε θεραπευθεῖ παλαιότερα ἀπὸ τὸν Ὅσιο, γιὰ νὰ κάνει καλὰ καὶ τὴν γυναῖκα τοῦ πατρικίου ὅπως καὶ τὸν ἴδιο. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ὁ Πατριάρχης Ταράσιος μετεκάλεσε τὸν Ὅσιο στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸν χειροτόνησε πρεσβύτερο.

Ὅταν ξέσπασε ἡ αἵρεση τῶν εἰκονομάχων στὴν Ἐκκλησία ἐπὶ αὐτοκράτορα Λέοντος Ε’ τοῦ Ἀρμενίου (813 – 820 μ.Χ.), ὁ Ὅσιος, ἐπειδὴ ἦταν ὑπερασπιστὴς τῆς πατρώας εὐσέβειας, κλείσθηκε στὴν φυλακὴ στὴν ὁποία παρέμεινε μέχρι τὸν θάνατο τοῦ αὐτοκράτορα. 

Τὸν ἐλευθέρωσε ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ ὁ Τραυλὸς (820 – 829 μ.Χ.), διάδοχος τοῦ Λέοντος, ὁ ὁποῖος ὅμως καθὼς δὲν κατάφερε νὰ μεταβάλει τὸ εὐσεβὲς φρόνημα τοῦ Ὁσίου ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων, τὸν ἐξόρισε στὴ νῆσο Ἀφουσία, στὴν θάλασσα τοῦ Μαρμαρᾶ. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Μακάριος, μέσα σὲ κακουχίες καὶ στερήσεις, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 820 μ.Χ. 
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου οἱ μοναχοὶ τῆς μονῆς Πελεκητῆς ἀνέδειξαν ἡγούμενο τὸν μοναχὸ Σέργιο τὸν Ἔγκλειστο.

Πηγή: synaxarion.gr

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Μελιτινῆς


Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος, Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Μελιτινῆς, ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). 

Ἐπειδὴ κήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καταγγέλθηκε στοὺς εἰδωλολάτρες καὶ συνελήφθη ἀπὸ αὐτούς. 

Ἀφοῦ δέθηκε, ὁδηγήθηκε στὸν Μαρκιανό, τὸν ὕπατο τῆς χώρας, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁμολόγησε τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ ἔκανε διεξοδικὴ ἀναφορὰ στὴν Θεότητα καὶ στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας. Στηλίτευσε δὲ καὶ χλεύασε τοὺς θεοὺς τῶν Ἐθνικῶν καὶ τὴν πλάνη τους. Ἐξαιτίας αὐτῆς του τῆς στάσης, ἀφοῦ βασανίσθηκε, κλείσθηκε στὴν φυλακή.


Ὁ Μαρκιανὸς ἀνήγγειλε στὸν βασιλέα Δέκιο τὰ γενόμενα. Αὐτὸς διέταξε νὰ ἀπολύσουν τὸν Ἅγιο ἀτιμώρητο καὶ ἀνύβριστο. Ἔτσι, ἀφοῦ ἀπελευθερώθηκε ὁ Ἅγιος, περιέφερε στὴν σάρκα του τὰ σημάδια τοῦ Χριστοῦ, φωτίζοντας καὶ ὁδηγώντας πολλοὺς στὴν ποίμνη τοῦ Κυρίου, μὲ θαύματα καὶ διδάγματα.Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: synaxarion.gr

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὁ Σιναΐτης






Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 525 μ.Χ. καὶ ἦταν υἱὸς εὐσεβοῦς καὶ εὔπορης οἰκογένειας. Ἔλαβε πλούσια μόρφωση, γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἀποκαλοῦσαν «σχολαστικό», ἀλλὰ σὲ ἡλικία δεκαέξι ἐτῶν, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο, παραδόθηκε στὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Γέροντος Μαρτυρίου, στὸ ὄρος Σινᾶ, ὅπου ἔμεινε μέχρι τὸ θάνατό του.

Στὴν συνέχεια ἐπισκέφθηκε μοναχικὲς κοινότητες στὴ Σκήτη καὶ Ταβέννιση τῆς Αἰγύπτου, ἀργότερα δὲ ἐγκαταστάθηκε σὲ κελὶ τῆς ἐρήμου τοῦ Σινᾶ, ποὺ ἀπεῖχε δύο ὧρες ἀπὸ τὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης.

Ὁ βιογράφος τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου, Δανιὴλ ὁ Ραϊθηνός, μᾶς δίνει μερικὲς πληροφορίες γιὰ τὸν βίο του, κυρίως ὅμως μᾶς παρουσιάζει τὸ πῶς ἀναδείχθηκε δεύτερος Μωϋσῆς καθοδηγώντας τοὺς νέους Ἰσραηλίτες ἀπὸ τὴν γῆ τῆς δουλείας στὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας. 

Μὲ τὴν λίγη τροφὴ νίκησε τὸ κέρας τοῦ τύφου τῆς οἰήσεως καὶ τῆς κενοδοξίας, πάθη πολὺ λεπτὰ καὶ δυσδιάκριτα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἐμπλέκονται στὶς κοσμικὲς ἐνασχολήσεις. Μὲ τὴν ἡσυχία, νοερὰ καὶ σωματική, ἔσβησε τὴν φλόγα τῆς καμίνου τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας. 
 
Ὄρος Σινᾶ
Μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν δικό του ἀγώνα ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὴν δουλεία στὰ εἴδωλα. Ἀνέστησε τὴν ψυχή του ἀπὸ τὸν θάνατο ποὺ τὴν ἀπειλοῦσε. 

Μὲ τὴν ἀπονέκρωση τῆς προσπάθειας καὶ μὲ τὴν αἴσθηση τῶν ἀΰλων καὶ οὐρανίων ἔκοψε τὰ δεσμὰ τῆς λύπης. 

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἔγινε ὁ κατεξοχὴν ἄνθρωπος, ὁ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ πλασμένος καὶ ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἀνακαινισμένος. Καὶ μὲ ὅσα ἔγραψε δὲν μετέφερε σὲ ἐμᾶς μόνο τὶς ἀνθρώπινες γνώσεις ἀλλὰ τὴν ἴδια του τὴν ὕπαρξη, γι’ αὐτὸ ὁ λόγος του εἶναι ἀφοπλιστικὸς καὶ θεραπευτικός.

Μετὰ ἀπὸ σαράντα χρόνια ἄσκηση στὴν ἔρημο, σὲ προχωρημένη πλέον ἡλικία, ἐξελέγη ἡγούμενος τῆς μονῆς Σινᾶ, ἐνῷ πρὸς τὸ τέλος τοῦ βίου του ἀποσύρθηκε πάλι στὴν ἔρημο, ὅπου κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη σὲ ἡλικία ἑβδομήντα ἐτῶν, κατὰ τὸ ἔτος 600 μ.Χ.
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται, ἐπίσης, τὴν Δ’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν.
Αποτέλεσμα εικόνας για κλιμαξ

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἔγραψε δύο περίφημα συγγράμματα: τὴν «Κλίμακα» καὶ τὸ «Λόγο πρὸς τὸν Ποιμένα». Ἡ «Κλίμακα» εἶναι συνέχεια τῶν ἡσυχαστικῶν κειμένων τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης παρουσιάζει τὰ στάδια τῆς τελειώσεως σὲ τριάντα κεφάλαια. Τὴν ἰδέα τῆς κλίμακος ἐμπνεύστηκε ἀπὸ τὸ ὅραμα τοῦ Ἰακώβ, τὸν δὲ ἀριθμὸ τριάντα ἀπὸ τὴν ἡλικία τῆς ὡριμότητας κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἄρχισε τὴν δημόσια δράση Του. 
Κατ’ ἀρχὰς περιγράφει τὸ πρῶτο στάδιο τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ποὺ συνίσταται στὴν ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἀπὸ καθετὶ ποὺ ὑπενθυμίζει τὸν κόσμο, τὴν ξενιτεία. Ἔπειτα ἔρχεται ἡ περιγραφὴ τοῦ ἀγῶνος τοῦ ἀσκητοῦ, μεταξὺ τῶν ἀρετῶν καὶ κακιῶν, οἱ ὁποῖες περιγράφονται ἀνάμεικτες: λύπη, ὑπακοή, μετάνοια, μνήμη θανάτου, κατὰ Θεὸν πένθος, ἀοργησία, μνησικακία, καταλαλιά, σιωπή. Τὰ τελευταία κεφάλαια ὁμιλοῦν γιὰ τὴν ἐν ἀγάπῃ τελείωση, τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἐσωτερικὴ προσευχή.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
 Θείαν κλίμακα, ὑποστηρίξας, 
τὴν τῶν λόγων σου, μέθοδον πᾶσι, 
Μοναστῶν ὑφηγητὴς ἀναδέδειξαι, 
ἐκ πρακτικῆς Ἰωάννη καθάρσεως, 
πρὸς θεωρίας ἀνάγων τὴν ἔλαμψιν. 
Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε,
 δωρήσασθαι ἡμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικὸς.
 Καρποὺς ἀειθαλεῖς, ἐκ σῆς βίβλου προσφέρων, 
διδάγματα σοφέ, καθηδύνεις καρδίας, 
τῶν τούτοις μετὰ νήψεως, προσεχόντων μακάριε·
 κλῖμαξ γάρ ἐστι, ψυχὰς ἀνάγουσα γῆθεν, 
πρὸς οὐράνιον, καὶ διαμένουσαν δόξαν, 
τῶν πίστει τιμώντων σε.

Μεγαλυνάριον.
 Τὴν οὐρανοδρόμον ἣν Ἰακώβ, 
κλίμακα προεῖδεν, ἐτεχνήσω πνευματικῶς, 
Πάτερ Ἰωάννη, συνθήκῃ τῶν σῶν λόγων, 
δι’ ἧς πρὸς ἀφθαρσίας, βαίνομεν μεθέξιν.

Πηγή: synaxarion.gr