Κατὰ τὸ πρῶτο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ἀντωνίνου τοῦ Εὐσεβοῦς (138) ζοῦσε στήν Τραϊανούπολη μία νέα χριστιανή, θυγατέρα ἑνὸς ὑψηλόβαθμου Ρωμαίου ἀξιωματικοῦ, ἀφιερωμένη στὴν στερέωση τῶν ντόπιων χριστιανῶν στὴν πίστη.
Ἀνήμερα μιᾶς εἰδωλολατρικῆς ἑορτῆς, σφράγισε τὸ μέτωπό της μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ προχώρησε πρὸς τὸν διοικητὴ Σαβίνο ποὺ παρευρισκόταν στὸν ναό, ὁμολογώντας ἀβίαστα ὅτι ἦταν δούλη τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Σαβίνος τὴν διέταξε νὰ θυσιάσει στοὺς θεούς, ἐκείνη κατευθύνθηκε πρὸς τὰ εἴδωλα καὶ μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Σωτῆρος κατακρήμνισε τὸ ἄγαλμα τοῦ Διὸς καὶ ἐν συνεχεία τὸ συνέτριψε. Οἱ εἰδωλολάτρες ὅρμησαν κατεπάνω της μὲ λύσσα κι ἐπιχείρησαν νὰ τὴν λιθοβολήσουν, ἀλλὰ οἱ πέτρες δὲν μπόρεσαν νὰ τὴν πλήξουν.
Τὴν κρέμασαν τότε ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ τῆς ξέσκισαν τὴν σάρκα μὲ σιδερένια νύχια, κατόπιν δὲ τὴν ἔρριξαν στὴν φυλακὴ καὶ τὴν ἄφησαν δίχως τροφὴ καὶ νερὸ ἐπὶ πολλὲς ἡμέρες. Ἄγγελος Κυρίου ὅμως τῆς ἔφερνε τροφὴ καὶ ἐνδυνάμωνε μέσα της τὴν ἐλπίδα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν. Ἔτσι, ὅταν ὁ διοικητὴς τὴν κάλεσε πάλι νὰ παρουσιασθεῖ, μὲ κατάπληξη τὴν εἶδε νὰ ἐμφανίζεται μπροστά του χαίροντας ἄκρας ὑγείας καὶ λάμποντας ἀπὸ τὴν παρρησία της πρὸς τὸν Θεό.
Ὁ Σαβίνος ἔπρεπε νὰ μεταβεῖ στὴν Ἡράκλεια τῆς Θράκης καὶ πῆρε μαζί του τὴ Γλυκερία. Ἔγινε δεκτὴ μὲ σεβασμὸ ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Δομίτιο καὶ τοὺς χριστιανοὺς ποὺ εἶχαν πληροφορηθεῖ τὸν ἀνδρεῖο ἀγώνα της. Παρουσιάσθηκε ξανά στὸ δικαστήριο, καταδικάστηκε νά καεί ζωντανή, ὅμως οὐράνια δρόσος ἔπεσε καὶ ἔσβησε τὴν κάμινο στὴν ὁποία τὴν εἶχαν ρίξει.
Ὁ δικαστὴς τότε ἔδωσε ἐντολὴ νὰ γδάρουν τὸ δέρμα της κεφαλῆς της καὶ τὴν ὁδήγησαν πίσω στὴν φυλακὴ ἐν ἀναμονῇ νέων βασανισμῶν. Καὶ αὐτὴ τὴ φορὰ ἄγγελος ἦλθε νὰ την συνδράμει. Μπροστὰ σὲ παρόμοια θεϊκὰ σημεῖα, ὁ δεσμοφύλακας Λαοδίκιος μεταστράφηκε καὶ σύντομα καταδικάστηκε σὲ ἀποκεφαλισμό.
Τέλος, ἡ ἁγία παρεδόθη στὰ θηρία. Ἕνα λεοντάρι χύμηξε μὲ μανία κατεπάνω της, ἀλλὰ αἴφνης ἔκοψε τὴν ὁρμή του καὶ ἦλθε νὰ γλείψει τρυφερὰ τὰ πόδια της. Ἕνα ἄλλο λεοντάρι ὅρμηξε καὶ μὲ μιὰ ἐλαφριὰ δαγκωματιά, δίχως νὰ τῆς προκαλέσει τὸ παραμικρὸ τραῦμα, ἐπέτρεψε στὴν Γλυκερία νὰ συναντήσει μέσα σὲ ἀγαλλίαση τὸν ἐπουράνιο Νυμφίο της.
Ὁ δικαστὴς βρῆκε λίγο ἀργότερα ἄθλιο θάνατο, ἐνῶ ὁ ἐπίσκοπος πῆγε νὰ ἐνταφιάσει τὸ σῶμα τῆς ἀνδρείας ἀθλήτριας τοῦ Χριστοῦ, ὅχι μακριά ἀπὸ τὴν πόλη. Στὸν τόπο ἐκεῖνο ἀνηγέρθη ἀργότερα μέγας καὶ περίλαμπρος ναός, ὅπου ἐτιμᾶτο ἡ ἁγία Γλυκερία ἀπὸ ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς Ἡράκλειας, τῆς ὁποίας ἔγινε πολιοῦχος.
Τὸ λείψανό της κατόπιν μεταφέρθηκε στὴν Λῆμνο. Ἀπὸ τὴν κάρα της, ποὺ παρέμεινε στὴν Ἡράκλεια, ἐξακολούθησε νὰ ἀναβλύζει τίμιο μύρο, τὸ ὁποῖο ὡς πηγή ζῶσα θεράπευε πλῆθος προσκυνητῶν.
Ἱερομόναχος Μακάριος Σιμωνοπετρίτης
Πηγή:
Νέος Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἱερομόναχος Μακάριος
Σιμωνοπετρίτης, Ἵνδικτος, Τόμος 9ος, σελ. 153-154.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου