97. Ἕνας ἀπὸ τοὺς Πατέρες κατοικοῦσε σὲ κάποιον τόπο καὶ ἔκανε ζωὴ ὑποδειγματική.
Αὐτὸς εἶχε ἕναν ἀδελφὸ ποὺ ἦταν ἡγούμενος μιᾶς Λαύρας. Σκέφθηκε λοιπὸν κάποια
μέρα:
«Γιατί νὰ κάθομαι ἐδῶ καὶ νὰ κοπιάζω; Θὰ πάω στὸν ἀδελφό μου καὶ αὐτὸς θὰ μοῦ
δίνει τὰ χρειαζούμενα».
Σηκώθηκε καὶ πῆγε στὸν ἀδελφό του, ὁ ὁποῖος μόλις τὸν εἶδε χάρηκε. Λέγει λοιπὸν
τοῦ ἀδελφοῦ του:
«Θέλω νὰ μείνω ἐδῶ ἀλλὰ δώσ᾿ μου ἕνα κελὶ γιὰ νὰ μένω μόνος».
Τοῦ ἔδωσε, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη καὶ ὕστερα λησμόνησε ὅτι ὁ ἀδελφός του ἦλθε
ἐκεῖ.
Οἱ ἀδελφοὶ τῆς Λαύρας βλέποντας ὅτι εἶναι ἀδελφὸς τοῦ ἡγουμένου, νόμιζαν ὅτι
ὁ ἀδελφός του, τοῦ προσφέρει ὅ,τι χρειάζεται καὶ δὲν τοῦ πῆγαν τίποτε, οὔτε τὸν
κάλεσαν σὲ κελὶ νὰ πάρει τουλάχιστον ψωμί.
Καὶ αὐτὸς καθὼς ἦταν διστακτικὸς ἀπὸ σεβασμό, δὲν ἐνοχλοῦσε κανέναν.
Σκέφθηκε τότε καὶ εἶπε:
«Ἴσως δὲν εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ μείνω ἐδῶ».
Παίρνει λοιπὸν τὸ κλειδὶ τοῦ κελιοῦ, τὸ ἐπιστρέφει στὸν ἀδελφό του καὶ τοῦ λέει:
«Συγχώρα με, δὲν μπορῶ νὰ μένω ἐδῶ».
Ἐκεῖνος ἐξεπλάγη καὶ τοῦ λέει:
«Πότε ἦλθες ἐδῶ;»
«Ἐσὺ δὲν μοῦ ᾿δωσες τὸ κλειδὶ τοῦ κελιοῦ;» τὸν ρωτάει.
«Πίστεψέ με -τοῦ λέει ὁ ἀδελφός του- δὲν θυμόμουν ὅτι ἦλθες ἐδῶ. Ἀλλὰ γιὰ τ᾿
ὄνομα τοῦ Κυρίου, πές μου ποιὸς λογισμὸς σὲ ἔκανε καὶ ἦλθες ἐδῶ;»
Κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε:
«Ἀκριβῶς μὲ τέτοια ἐλπίδα, νὰ βρῶ δηλαδὴ ἀνάπαυση κοντά σου».
Τότε τοῦ λέει ὁ ἀδελφός του:
«Δίκαια λοιπὸν μ᾿ ἔκανε ὁ Θεὸς νὰ σὲ λησμονήσω, γιατὶ δὲν στήριξες τὴν ἐλπίδα
σου σ᾿ Ἐκεῖνον, ἀλλὰ σὲ μένα».
Ἔτσι σηκώθηκε καὶ ἐπέστρεψε στὸ τόπο ποὺ κατοικοῦσε πρῶτα.
Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/gerontikon/to_mega_gerontikon.htm#02.07.01
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου