Ἦχος πλ. δ'.
Σήμερον ὁ ᾅδης στένων βοᾷ·
κατεπόθη μου τὸ κράτος·
ὁ ποιμὴν ἐσταυρώθη
καὶ τὸν Ἀδὰμ ἀνέστησεν·
ὧνπερ ἐβασίλευον ἐστέρημαι·
καὶ οὕς κατέπιον ἰσχύσας,
πάντας ἐξήμεσα·
ἐκένωσε τοὺς τάφους ὁ σταυρωθείς·
οὐκ ἰσχύει τοῦ θανάτου τὸ κράτος.
Δόξα, Κύριε, τῷ σταυρῷ σου καὶ τῇ ἀναστάσει σου.
__________________
Σήμερα ὁ ᾅδης στενάζοντας ἀναφωνεῖ:
Ἀφανίστηκε ἡ ἐξουσία μου.
Ὁ βοσκός (ὁ Κύριος) σταυρώθηκε
καὶ ἀνέστησε τόν Ἀδάμ.
Στερήθηκα αὐτούς,
στούς ὁποίους βασίλευα.
Κι ὅσους κατάπια, ὅταν εἶχα δύναμη,
ὅλους τούς ἔβγαλα (τοὺς ἔκανα ἐμετό).
Ἄδειασε τοὺς τάφους Αὐτὸς ποὺ σταυρώθηκε.
Δὲν ἔχει (πιά) δύναμη ἡ ἐξουσία τοῦ θανάτου.
Δόξα, Κύριε, στό Σταυρό Σου καί στήν Ἀνάστασή Σου.
Νεοελληνικὴ ἀπόδοση: Ἀρχιμανδρίτης Κυριακός Ἐμμ. Τσολάκης.
Πηγή: Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Ἐβδομὰς μὲ ὲρμηνευτικὴ ἀπόδοση, «Ζωή», σελ. 544-545.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου