Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος ὁ Ἰορδανίτης |
...Μιὰ ἄλλη φορά, καθὼς ὁ ἅγιος περπατοῦσε στὶς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη, παρουσιάστηκε ξαφνικὰ μπροστά του ἕνα φοβερὸ λιοντάρι, οὐρλιάζοντας ἀπὸ πόνο καὶ δείχνοντας τὸ πρησμένο πέλμα του, στὸ ὁποῖο εἶχε σφηνωθεῖ ἕνα αίχμηρὸ καλάμι.Ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὴν ἴδια συμπάθεια ποὺ ἐπιφυλάσσει ὁ Θεὸς γιὰ ὅλα τὰ πλάσματα, ὁ Γεράσιμος ἔβγαλε τὸ καλάμι, καθάρισε τὴν πληγή, τὴν ἔδεσε καὶ ὕστερα ἔδιωξε τὸ θηρίο.
Τὸ λιοντάρι ὅμως, ὅλο εὐγνωμοσύνη, δὲν ἤθελε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Τὸν ἀκολουθοῦσε παντοῦ σὰν ὑποδειγματικὸς μαθητὴς καὶ μὲ ἀλλοιωμένη τὴν φυσική του θηριωδία δὲν ἔτρωγε πλέον παρὰ μόνον ψωμὶ καὶ χορταρικά, ἀνέλαβε δὲ τὸ διακόνημα νὰ ὁδηγεῖ τὸν γάιδαρο τῆς λαύρας νὰ βοσκήσει στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ.
Τὸ λιοντάρι ὅμως, ὅλο εὐγνωμοσύνη, δὲν ἤθελε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Τὸν ἀκολουθοῦσε παντοῦ σὰν ὑποδειγματικὸς μαθητὴς καὶ μὲ ἀλλοιωμένη τὴν φυσική του θηριωδία δὲν ἔτρωγε πλέον παρὰ μόνον ψωμὶ καὶ χορταρικά, ἀνέλαβε δὲ τὸ διακόνημα νὰ ὁδηγεῖ τὸν γάιδαρο τῆς λαύρας νὰ βοσκήσει στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ.
Μία ἡμέρα, ξεφεύγοντας ἀπὸ τὴν ἐπίβλεψη τοῦ λέοντα, ὁ γάιδαρος ἀπομακρύνθηκε καὶ τὸν πῆραν μαζί τους καμηλιέρηδες ποὺ ἔρχονταν ἀπὸ τὴν Ἀραβία. Ὁ λέοντας ἐπέστρεψε στὴν μονὴ θλιμμένος μὲ κατεβασμένο τὸ κεφάλι. Ὁ ὅσιος Γεράσιμος, νομίζοντας πὼς εἶχε κατασπαράξει τὸν γάιδαρο, ἐπέπληξε αὐστηρὰ τὸ λιοντάρι καὶ τοῦ ἐπέβαλε νὰ κάνει στὸ ἑξῆς ἐκεῖνο τὴν δουλειὰ τοῦ ὑποζυγίου, μεταφέροντας νερὸ ἀπὸ τὸ ποτάμι στὸ μοναστήρι.
Λίγο καιρὸ ἀργότερα, ὁ καμηλιέρης ποὺ εἶχε πάρει τὸν γάιδαρο, ξαναπερνώντας ἀπὸ ἐκείνα τὰ μέρη, βρέθηκε ἀντίκρυ στὸ λιοντάρι. Ἀναγνωρίζοντας τὸν γάιδαρο, ὁ λέοντας ὅρμησε καὶ παίρνοντάς τον ἀπὸ τὸ χαλινάρι μαζὶ μὲ τρεῖς καμῆλες, τὸν ξανάφερε στὴν λαύρα τοῦ ὁσίου Γερασίμου κουνώντας τὴν οὐρὰ ἀπὸ τὴν χαρά του.
Ἀποδείχθηκε ἡ ἀθωότητά του καὶ ὁ λέοντας, ποὺ τὸν ὀνόμασαν Ἰορδάνη, ἔζησε ἔκτοτε στὴ λαύρα, ἀχώριστος τοῦ γέροντα καὶ φίλος ὅλων τῶν μοναχῶν.
Ὕστερα ἀπὸ πέντε χρόνια, ὅταν ὁ ὅσιος Γεράσιμος ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ (5 Μαρτ. 475), ὁ Ἰορδάνης δὲν ἦταν στὴν λαύρα. Ὅταν γύρισε, οἱ μοναχοὶ τὸν πληροφόρησαν γιὰ τὸν θάνατο τοῦ Γέροντα, ἐνῶ τὸ λιοντάρι ἀρνιόταν νὰ φάει καὶ περιφερόταν ἐδῶ κι ἐκεῖ μὲ δυνατοὺς βρυχυθμοὺς ἀπελπισίας.
Καθὼς οἱ μοναχοὶ δὲν κατάφεραν νὰ τὸν παρηγορήσουν, ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τὸν κάλεσε νὰ τὸν ἀκολουθήσει γιὰ νὰ τοῦ δείξει τὸ μέρος ὅπου εἶχαν ἐνταφιάσει τὸν ὅσιο. Μόλις πλησίασαν στὸ μνῆμα, τὸ λιοντάρι γονάτισε μαζί μὲ τὸν μοναχὸ καὶ ὕστερα, χτυπώντας βίαια τὸ κεφάλι του στὴν γῆ ἔμεινε στὸν τόπο, ἀφήνοντας ἕναν δυνατὸ βρυχηθμό.
Ὁ Ἰωάννης Μόσχος ποὺ μᾶς μεταφέρει τὸ ἐπεισόδιο, συμπεραίνει λέγοντας: «Ὅλα αὐτὰ ἔγιναν ὄχι γιὰ νὰ ἀποδοθεῖ στὸ λιοντάρι ἔλλογη ψυχή, ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ Θεὸς θέλει νὰ δοξάζει ὅσους Τὸν δοξάζουν, ὄχι μόνον ὅσο ζοῦν ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸν θάνατό τους καὶ θέλησε νὰ δείξει πῶς εἶχαν ὑποταχθεῖ τὰ ζῶα στὸν Ἀδὰμ πρὶν ἐκεῖνος παραβεῖ τὴν ἐντολὴ καὶ ἐκδιωχθεῖ ἀπὸ τὸν Παράδεισο τὴς τρυφῆς»... (Ἰωάννου Μόσχου, Λειμωνάριον 107, Φιλοκαλία, ΕΠΕ 2, 205-211).
Ἱερομόναχος Μακάριος Σιμωνοπετρίτης
Πηγή: Νέος Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἱερομόναχος Μακάριος Σιμωνοπετρίτης, Ἵνδικτος, Τόμος 7ος, σελ. 45-46 (ἀπόσπασμα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου