Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

Ὁ πλουσιώτερος - Θ. Θεοφύλακτος

   Στὸ σπιτικὸ κάποιου φτωχοῦ μπαλωματῆ, σταμάτησε κάποια μέρα ἕνας πολὺ πλούσιος κτηματίας καὶ θέλοντας νὰ τὸν πειράξη τοῦ εἶπε: 

- Βλέπεις τὸ σπαρμένο αὐτὸ λιβάδι, τὸν καταπράσινο ἐκεῖνον λόφο καὶ ἐκεῖνο τὸ ποτάμι ποὺ διασχίζει τὸν κάμπο; Ὅλα αὐτὰ εἶναι δικά μου.

- Πολύ καλὰ ἀπάντησε σταθερὰ ὁ μπαλωματής. Ὁ οὐρανὸς ποὺ εἶναι πάνω ἀπ' ὅλα αὐτά, δικός σου εἶναι; 

- Ὁ οὐρανός... ὁ οὐρανός, ὄχι βέβαια, ἀπάντησε μὲ κόπο ὁ πλούσιος, δὲν εἶναι δικός μου. 

- Ἂ! αὐτὸς εἶναι δικός μου, εἶπε μὲ χαρὰ ὁ μπαλωματής, καὶ δὲν βλέπω τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ Κύριός μου θὰ μὲ καλέση νὰ ζῶ ἐκεῖ ψηλὰ κοντά του, εὐτυχισμένος. 

      Τὸ βράδυ ὁ πλούσιος κτηματίας, ὀνειρεύτηκε πὼς πέθανε ὁ πλουσιώτερος τοῦ χωριοῦ.
  
   Τὸ πρωΐ περνώντας ἀπ' τὸν συνηθισμένο του δρόμο καὶ ἐνῶ ἀναρωτιόταν, ποιὸς μποροῦσε τἄχα νὰ ἦταν στὸ χωριὸ πλουσιώτερος ἀπ' αὐτὸν, ἔμαθε ὅτι ἐκεῖνο τὸ βράδυ εἶχε πεθάνει ὁ μπαλωματής.

  Ἡ πίστι του στὸν Θεό, τὸν εἶχε κάνει τὸν πλουσιώτερο, χαρίζοντάς του τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

Θ. Θεοφύλακτος 

Πηγή: Ὅταν θέλεις νὰ ξεκουράζεσαι, Θ. Θεοφυλάκτου, Ο.Χ.Α. Λυδία, Τεῦχος 1ο, σελ. 84.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: