«Κάποιος Γέροντας ἔμεινε σὲ κάποιο ἱερὸ εἰδωλολατρικό. Πῆγαν λοιπὸν οἱ δαίμονες καὶ τοῦ λένε: «Φύγε ἀπὸ τὸν τόπο μας».
Καὶ ὁ Γέροντας τοὺς εἶπε: «Ἐσεῖς δὲν ἔχετε τόπο».
Ἄρχισαν τότε νὰ τοῦ σκορπίζουν ἐντελῶς τὰ βάϊά του κι ὁ Γέροντας ἐπέμενε νὰ τὰ
μαζεύει.
Κατόπιν τὸν ἔπιασε ὁ δαίμονας ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν ἔσυρε ἔξω.
Μόλις ἔφτασε στὴν πόρτα ὁ Γέροντας, μὲ τὸ ἄλλο του τὸ χέρι ἔπιασε τὴν πόρτα κράζοντας:
«Ἰησοῦ, βοήθησέ με» καὶ εὐθὺς ὁ δαίμονας ἐξαφανίστηκε καὶ ὁ Γέροντας ἀναλύθηκε
στὰ δάκρυα.
Τὸν ρώτησε τότε ὁ Κύριος: «Γιατί κλαῖς;»
«Γιατὶ τολμοῦν -εἶπε ὁ Γέροντας- νὰ πιάσουν τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν μεταχειρίζονται
ἔτσι».
«Ἐσὺ ἀμέλησες -τοῦ παρατήρησε ὁ Κύριος- γιατὶ μόλις μὲ ζήτησες, νὰ πῶς σοῦ βρέθηκα».
Καὶ αὐτὰ ποὺ λέω σημαίνουν ὅτι χρειάζεται πολὺς κόπος. Ἐὰν δὲν κοπιάσει κανείς,
δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει τὸν Θεὸ μαζί του. Γιατὶ Αὐτὸς γιὰ χάρη μας σταυρώθηκε».
Ἀββᾶς Ἠσαΐας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου