Κάποιος ἀδελφός καί ὁ σαρκικός του πατέρας ἄφησαν τόν κόσμο καί ἐγκαταβίωσαν μαζί σ' ἕνα μοναστήρι. Μετά ἀπό καιρό λοιπόν ὁ ἀδελφός ἄκουσε πώς ὁ πατέρας του θεράπευσε ἕναν δαιμονισμένο. Λυπημένος, πῆγε καί εἶπε σ' ἕναν μεγάλο γέροντα:
- Ἀββᾶ, ὁ πατέρας μου πρόκοψε. Μέχρι καί δαιμόνιο ἔβγαλε ἀπό ἕναν ἀδελφό. Ἐγώ ὅμως εἶμαι ἀμελής καί δέν ἔχω κάνει καμιά προκοπή.
- Πίστεψέ με, παιδί μου, τοῦ εἶπε ὁ γέροντας, ὅτι δέν εἶναι τοῦτα προκοπή, τό νά διώχνεις δηλαδή τά δαιμόνια ἤ νά γιατρεύεις τούς ἀρρώστους. Γιατί αὐτά δέν εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού τά κάνει, μά τοῦ Θεοῦ ἡ δύναμη καί ἡ πίστη ἐκείνου πού προστρέχει (σ' αὐτή).
Μερικοί ὅμως, πού δέν τό κατάλαβαν τοῦτο, κυριεύθηκαν ἀπό ὑπερηφάνεια καί χάθηκαν. Ἐγώ λοιπόν λέω, πώς, ἄν ὁ ἄνθρωπος φτάσει σέ ταπείνωση ἀληθινή, δέν ἔχει νά κάνει ἄλλη προκοπή μεγαλύτερη ἀπ' αὐτή, πού ποτέ δέν κινδυνεύει νά πέσει.
Γιατί ἐκεῖνος πού μιά γιά πάντα ταπείνωσε ὁλότελα τήν ψυχή του, ποῦ θά πέσει πιά; Καί ἀπόδειξη μιᾶς τέτοιας καταστάσεως εἶναι τό νά σηκώνει (ἀγόγγυστα) τίς προσβολές.
Mοναχὸς Παῦλος Εὐεργετινὸς
Πηγή: Μικρός Εὐεργετινός, «Ἱερά Μονή Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς», σελ. 409.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου